Σελίδες

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Ο Κύκλος και Ο Χρόνος.

Πόσο κοστίζει ένας κύκλος; 
Ναι, είχε ακουστά πως οι κύκλοι μόνο κλείνουν ή ανοίγουν. Δεν κοστολογούνται. 
Οι κύκλοι όμως παρά την τελειότητά τους, είναι λίγο αψυχολόγητα σχήματα. Έχουν απρόβλεπτες αντιδράσεις, ειδικά στο κλείσιμό τους. 
Μπορεί να κλείσουν ήσυχα, φωνακλάδικα, σιωπηλά, χαρούμενα ή να γκρεμίσουν τα πάντα στο κλείσιμό τους.

Κάποιοι τρελοί θέλησαν και να τον τετραγωνίσουν. Κάποιοι άλλοι να τον παραμυθιάσουν. 
Τον κύκλο ή το χρόνο;
                                                          
Δέκα ομόκεντροι κύκλοι. 365 μοίρες ο καθένας. Μέτρησε βήμα-βήμα κάθε μοίρα, κάθε κύκλου. Από έξω προς τα μέσα. Κάθε κύκλος όλο και πιο σφιχτός. Κάθε βήμα όλο και πιο δύσκολο. Οι μοίρες 365, αλλά όταν μικραίνει η περιφέρεια μικραίνουν και τα βήματα. Και σιγά- σιγά, κόβεις απ τα πόδια για να χωράν τα βήματα.

Δέκα ομόκεντρα χρόνια. Κάθε χρόνος 365 νύχτες. Μέτρησε λέξη – λέξη κάθε νύχτα. Από έξω προς τα μέσα. Κάθε χρόνος όλο και πιο σφιχτός.. Κάθε λέξη όλο και πιο δύσκολη. Οι νύχτες 365 αλλά όταν κοντένει ο νους μικραίνουν και οι λέξεις. Και σιγά σιγά κόβεις τις λέξεις για να χωράν τα γράμματα.

Τελείωσαν οι λέξεις, τέλειωσαν τα γράμματα και πήρε δανεικά. Τα μόνα διανυκτερεύοντα δανειστήρια, είναι τα παραμύθια.

Κάθε κύκλος 365 μοίρες. Κάθε χρόνος 365 νύχτες. Ο κύκλος και ο χρόνος. Το 365 σταθερά το ίδιο. Χρόνος και Κύκλος.

10 κύκλοι επί 365 μοίρες, 3.650 μοίρες.
   10 χρόνια επί 365 νύχτες, 3.650 νύχτες.
 Ένα παραμύθι κάθε νύχτα.
    'Ένα παραμύθι για κάθε μοίρα.
 Τρεις χιλιάδες εξακόσια πενήντα παραμύθια.
    Οι σωστοί κύκλοι έχουν ιδανικές ακτίνες.
Τα σωστά παραμύθια έχουν ιδανικές φωνές.

Παραμύθιασε τους κύκλους κι άφησε πίσω της όσους θέλουν να τετραγωνίσουν το χρόνο.
Ο χρόνος, μάτια μου, είναι έλλειψη...

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Γιορτές ε;

Δόκιμος τίτλος: H ασθένεια που βιώνουν οι υγιείς.
Αδόκιμος τίτλος: Τι δεν αντέχεις ρε; 

Γιορτάρες μέρες και λέμε ευχάριστα πράγματα που φέρνουν χαρά και όμορφες εικόνες. Γέλια, δώρα, βόλτες, φίλοι.... γιορτή κανονική ε;

Η επιλογή της μέρας ανάρτησης αυτού του κειμένου δεν είναι τυχαία. Όχι για να σας χαλάσω την γιορτινή διάθεση. Μα για να θυμηθούμε. Να θυμηθούμε το πιο τρυφερό μας βλέμμα, να τους κοιτάξουμε. Κι ας μην ακουστεί ποτέ ξανά εκείνη η δικαιολογία...

Ναι, το ύφος του κειμένου ίσως είναι λίγο δοκιμιακό. Αλλιώς θα μου έβγαινε εντελώς μελό και δεν τους πρέπει. Ούτε το μελό, ούτε η λύπηση. 
Μόνο η τρυφερότητα τους πρέπει και τους αξίζει.

(Προειδοποίηση: Είναι μεγάλο κείμενο. Δε μπορούσα να κάνω καμία έκπτωση όμως για να είμαι συνεπής στους κανόνες του μπλόγκιγκ)

Τώρα μπορείτε να συνεχίσετε με δική σας ευθύνη... σας ευχαριστώ.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

e-mail από τις πηγές

Πριν μερικές μέρες, έγραψα ένα κείμενο για την απώλεια ακοής και στη συνέχεια, το πως οι φίλοι κατάφεραν να απαλύνουν τα αποτελέσματα αυτής της μόνιμης δυσκολίας.

Πέρα από τα αστεία που μπορεί να γίνονται και που καμιά φορά μπορεί και να ξεφύγουν λίγο, η ουσία είναι πως η τόσο η απώλεια ακοής (σε ένα ή και στα δύο αυτιά), όσο και το βουητό που υπάρχει στις περιπτώσεις παρόμοιων περιστατικών, είναι όχι απλώς ενοχλητική, αλλά μπορεί να σε οδηγήσει σε τρέλα. Σε διαρκή εκνευρισμό. Σε απομόνωση. Σε αυτολύπηση. Σε περιορισμούς που ούτε καν φανταζόσουν.

Εντάξει, δεν κινδυνεύει η ζωή του πάσχοντος. Αλλά αυτό δεν υποβαθμίζει τις επιπτώσεις στη ζωή και την ποιότητά της.

Έλαβα ένα μέηλ που παραθέτω, γιατί νομίζω περιγράφει με τον πιο ακριβή τρόπο κάποιες από τις δυσκολίες. 


"Πριν περίπου πέντε χρόνια άρχισαν να "σφυρίζουν" τα αυτιά μου.
Οι φίλοι το λένε βούισμα αλλά για μένα είναι κάτι παρόμοιο με τον ήχο που ακούμε όταν,
ταξιδεύοντας με αεροπλάνο, αλλάξουν ξαφνικά οι πιέσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση το "βούισμα κρατάει κάνα δεκάλεπτο στην δική μου περίπτωση κρατάει δυο ζωές.
Λοιπόν, στην αρχή νόμισα ότι ήταν περαστικό αλλά.... δεν μου έκανε το χατίρι.
Μετά απο κάποιες διακοπές ο "ηχος" μονιμοποιήθηκε και απο τότε το μόνο που αλλάζει είναι η ένταση και η συχνότητα.
Πέρασα τραγικές στιγμές γιατί δεν είχα συνηθίσει να τον έχω "συντροφιά" 24 ώρες το 24 ωρο και το χειρότερο ήταν ότι με ξυπνούσε τα βράδυα όποτε αυτός ήθελε.
Παρ΄όλο που είμαι αισιόδοξος τύπος σ΄αυτή την φάση της ζωής μου, πίστεψέ με, σκέφτηκα πολλές φορές την αυτοκτονία.
Η ζωή έχασε την οποιαδήποτε ποιότητά της και το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν ότι σε όλη μου την ζωή θα έχω συντροφιά αυτόν τον γα....νο τον ήχο.

Οι έρευνές μου πάνω στο θέμα και οι επισκέψεις σε Ωρυλάδες μου έδωσαν να καταλάβω ότι ίσως και να μην φύγει ποτέ γιατί κανείς δεν ξερει απο πού ήρθε, ποιά είναι η φυσιολογία του, ποιά είναι η αιτία του και ποιά επέμβαση θα τον εξαφανίσει.
Οι μορφές του λένε πως είναι πολλές : σφύριγμα, βουητό, θρόϊσμα με διαφορετικές εντάσεις και "ποιότητες".
Διάβασα και για κάποιον ο οποίος, νομίζοντας ότι ο ήχος προέρχεται απο το αυτί, εγχείρισε το ακουστικό νεύρο του αριστερού του αυτιού με αποτέλεσμα ο ήχος να συνεχίσει να υπάρχει. Με άλλα λόγια δεν είναι δεδομένο ότι η αιτία είναι κάποιο τμήμα της αίσθησης αλλά θα μπορούσε να είναι και νευρολογικό.
Χάσαμε λοιπόν !
Τελικά, συμβιβάστηκα και κρατάω κάπως τα "ίσα" αποφεύγοντας πολυσύχναστες καφετέριες, εστιατόρια, ανθρώπους που μιλούν πολύ και δεν λένε τίποτα, ανθρώπους που φωνάζουν, και παίζοντας έγχορδα.
Το τελευταίο λειτουργεί σαν θεραπεία πρώτον γιατί με κάνει και το ξεχνάω και δεύτερον, οι συχνότητες που δημιουργούνται επισκιάζουν, και ίσως να εξουδετερώνουν σε κάποιο βαθμό το "΄Ελιεν".

Μου συμβαίνει να βρίσκομαι με κάποιο άτομο κάπου και εξ΄αιτίας του ότι υπάρχουν γύρω μας κι΄άλλες ηχητικές πηγές να μην καταλαβαίνω ορισμένες φράσεις του και φυσικά το νόημα της σκέψης του. Αναγκάζομαι λοιπόν να ρωτήσω.
Κατάλαβα ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν μπορώ να "απομονώσω" την φωνή του απέναντι και ότι γενικά ακούω οτιδήποτε βρίσκεται στον χώρο με αποτέλεσμα να μην ακούω τίποτε."

Δεν θέλω να προσθέσω τίποτα στην παρούσα ανάρτηση. Σε μια επόμενη ίσως καταγράψω και μερικές ακόμα απ τις δυσκολίες.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

shāh māt

Οι αυτόματοι πιλότοι δεν έχουν βούληση. Οι βασιλιάδες έχουν. Να είμαι ο βασιλιάς της ζωής μου, έλεγες. Η εμμονή σου με το απόλυτο και αναφαίρετο δικαίωμά μου στην ελεύθερη επιλογή ήταν καθοριστική. Με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία.
Λες και είχες μια και μόνη αγωνία σ αυτή τη ζωή. Να καταγράψεις σε κάθε μου κύτταρο το δικαίωμά μου στη ελεύθερη επιλογή και στο τίμημά της. Εμμονή! Ποιος να ξέρει το γιατί.
Ποιος να ξέρει γιατί μια μάνα, επιμένει τόσο και έτσι, να αφιερώνει τόσες ώρες μιλώντας σε ένα παιδί για την ελεύθερη επιλογή.
Η αγωνία σου κάθε φορά που σου έλεγα κάτι, “μεταφυσικό” - ξέρεις όλες εκείνες τις απορίες και τις “υπαρξιακές αναζητήσεις” των παιδιών, τι υπάρχει μετά, τι πριν, τι γίνεται με τους θεούς και τους προφήτες... Και συ να αφήνεις σε δεύτερο πλάνο τις απαντήσεις. Σε πρώτο ήταν πάντα, μια και μόνη κουβέντα. Έχω απόλυτο αδιαμφισβήτητο, αδιαπραγμάτευτο, αναφαίρετο δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή. Εγώ ο βασιλιάς της ζωής μου – ποτέ βασίλισσα δεν είπες. Δική μου κάθε επιλογή, δικό μου κάθε τίμημα. Ούτε αυτό ξεχνούσες. Πήγαιναν πάντα μαζί.
Το δικαίωμα της επιλογής, μου μάθαινες, στην υποχρέωση της μη επιλογής, κατέληγα.
Η επιλογή έχει τίμημα έλεγες. Η μη επιλογή έχει επιπτώσεις μάθαινα.
Το τίμημα να μην επιλέξω έναν τιμωρό θεό για να ησυχάζω τις τύψεις και τις ενοχές μου, το τίμημα να μην επιλέξω έναν μη θεό για να ησυχάζω τη λογική μου, το τίμημα να μην επιλέξω έναν σύζυγο για την ασφάλεια της εικόνας μου, το τίμημα να μην τον ονομάσω έτσι, για την ηρεμία της περηφάνιας μου, η επιλογή μου να μπω σε λειτουργία αυτόματου πιλότου, για να μην πατήσω τον όρκο. Τον όρκο! Θυμάσαι; Να μην ορκίζομαι ποτέ, έλεγες. Δεν υπάρχει όρκος για τους βασιλιάδες. Υπάρχει μόνο τίμημα. Επιλογή και Τίμημα έλεγες. Μη επιλογή κι επί-πτωση πληρώνω.
Ποια αγωνία σε οδήγησε να μου κάνεις ματ με μια σου λέξη; Την τελευταία σου λέξη: Ορκίσου!


*shāh māt: Περσική έκφραση που σημαίνει "Ο βασιλιάς είναι αβοήθητος"

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

αμεριμνησία

Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι’ ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος ονείρου.
Αντιπαρήλθα πλάι της σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως σε άνοιξη.
Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι ανάμνησές μας
με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια φωτοβόλα.
Στο πλάι μου, Φύλακες Αγγέλοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της αγάπης.
Άστρα εξαιρετικά στ’ ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού, έρημου χώρου.
Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του πλησίον.
Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο προς πρόσωπο.
Η κοινότατη γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.
Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των Μεσονυχτίων,
που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του Στερεώματος,
και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
Μας εσυγκάλυψαν με μιας τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές, σαν θεοί·
χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς διαβαίναμε.
Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους περιπάτους.
Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.

Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας οδηγούσε.
Δεν μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα πετάγματα,
ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
Όλα ήταν γοητεία, τα δώρα ουράνια, και ανάπαυση πάρα πολλή.
Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς τούς ήχους,
που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα
και φθάνουν ώς εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή, ασχολίες εγκόσμιες.
Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,
να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες νύχτες.


Beata Beatrix

Τάκης Παπατσώνης (1895 - 1976)  

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Ένα Φανελάκι...

Πειραιώς... Δέκα το βράδυ... Η μηχανή κατεβαίνει ήσυχα και χαλαρά...
Οι αναβάτες μιλάνε – με τον γνωστό αποσπασματικό τρόπο που σου επιτρέπουν ή σου επιβάλλουν τα κράνη. 
Ο δρόμος σχεδόν άδειος. Παρασκευή πριν τις εκλογές.

Ούτε κατάλαβε από πού ήρθε... απλώς έκανε βαρελάκια από το δρόμο στο πεζοδρόμιο και πάλι πίσω. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε θα σταματήσει αυτό το κύλισμα. Μήπως να απλώσει τα χέρια για να σταματήσει; "Θα ζω όταν σταματήσω; Να απλώσω τα χέρια; Ας σταματήσει αυτό..."

Σταμάτησε.... δευτερόλεπτα κενού... "ζω;" 
Θυμήθηκε οτι δεν ήταν μόνη της στη μηχανή. 
Πετάχτηκε φωνάζοντας το όνομα του συνοδηγού. Απεγνωσμένα! 
Άκουσε ένα ουρλιαχτό πόνου και κατάλαβε οτι ήταν δικό της. "Η Μέση μου έκανε κρακ" 
Ποιος δίνει σημασία  στη μέση.  Ξαναφώναξε πιο δυνατά το όνομα. Αγωνία! 
"θεέ μου ας μην έπαθε τίποτα". Και η φράση κόλλησε στο μυαλό της. 
"θεέ μου ας μην έπαθε τίποτα θεέ μου ας μην έπαθε τίποτα θέε μου ας μην έπαθε τίποτα" Η σκέψη σε λούπ και η φωνή της να φωνάζει ένα όνομα!  Δευτερόλεπτα-αιώνες.

“Εδώ είμαι” - “Εδώ είναι” ακούστηκαν δυο φωνές. Γύρισε και προσπάθησε να σηκωθεί. “Μην κουνιέσαι” άκουσε μια άλλη φωνή που στεκόταν πάνω της. “Μην κουνιέσαι - Καλά είναι. Μην κουνιέσαι”

Σηκώθηκε... έπρεπε να δει τι έπαθε. Τι σήμαινε το "εδώ είμαι". Πως ήταν; Πού χτύπησε;

Ήταν στη μέση του δρόμου. Παρασύρθηκε μαζί με τη μηχανή στην άσφαλτο.

Τους μάζεψαν και τους δύο οι οδηγοί των αυτοκινήτων που σταμάτησαν. Τους κάθησαν στο πεζούλι. "Τι έγινε; Τι πάθαμε; Πως έγινε;"
 “Ένα αυτοκίνητο, πέρασε το διάζωμα και ήρθε κατ ευθείαν πάνω σας. Σας χτύπησε και έφυγε. Κάποιος τον ακολούθησε. Φώναξα την αστυνομία”

 Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε μια περίεργη κίνηση δίπλα της. Κάποιος καθόταν εκεί κοντά της και προσπαθούσε να σηκώσει το καμένο μανίκι του συνοδηγού. Να δει από που είναι το αίμα. Να δει αν έχει τραύμα. Είχε αφεθεί στις κινήσεις του χωρίς να καταλαβαίνει. Φαινόταν τόσο σίγουρος γι αυτό που έκανε. Τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν γλυκά και γεμάτα νοιάξιμο. Καταλάβαινε την αγωνία της. “Δεν είναι τίποτα, θα περάσει”. Ελληνικά σπασμένα. “Πρέπει να το δέσουμε” Μα τι κάνει; Βγάζει το φανελάκι του; το κόβει στην άκρη με τα δόντια και το τραβάει δυνατά να σκιστεί στα δύο. Ένα για το χέρι του συνοδηγού ένα για το δικό της γόνατο. Κινήσεις γρήγορες και βιαστικές αλλά προσεκτικά. Το βλέμμα ανήσυχο κοιτάει πίσω απ το κεφάλι της. Δίπλα του ένα καροτσάκι του σούπερ μάρκετ.Δικό του να είναι; Μέσα σακούλες διάφορες. Το σώμα του αδύνατο. Περασμένη η ηλικία του.  
Δένει το χέρι... Προσεκτικά. Δένει το πόδι... Προσεκτικά. Γρήγορες και σταθερές κινήσεις. Ξέρει τι κάνει.  Τους κοιτάει και τους δύο βαθιά να σιγουρευτεί ότι είναι καλά. “Πρέπει να φύγω. Έρχεται αστυνομία”. 
Κάποιος κάτι είπε; κάτι ακούστηκε; γύρισαν τα κεφάλια τους να δουν τι γίνεται. Είδαν φώτα περιπολικού. Ξαναγύρισαν να του πουν ευχαριστώ. Είχε εξαφανιστεί. Έψαξαν με το βλέμμα να τον δουν κάπου. Πουθενά. Τον πήραν οι σκιές. 
Ένας άνθρωπος των καροτσιών. Σε ξένη χώρα, με ξένους ανθρώπους. Με 'Ενα φανελάκι. Το έσκισε χωρίς δεύτερη σκέψη. Για ξένους ανθρώπους.

- ποιος σας έδεσε τα τραύματα;
- Ένας άνθρωπος με Ένα φανελάκι.
- φαίνεται ότι είναι φανελάκι. κοντομάνικο.
- φαίνεται ότι είναι Ένα;
- ορίστε;
- τίποτα...

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

πηγαία

Στις ακριβώς προηγούμενες "πηγές" αναφέρομαι στους φίλους μου και πως μετέτρεψαν μια δυσκολία - και αμηχανία αρκετές φορές - σε τύχη, ανέκδοτο, πείραγμα...   (ναι είπα και χαριτωμένη ιδιαιτερότητα αλλά δεν είναι του παρόντος... )

Αφού μοιράστηκα τον "πόνο" μου, πρέπει να μοιραστώ και τον δικό τους πόνο.  Εδώ είναι μερικά μόνο απ όσα ακούω - γκούχ - καθημερινά σχεδόν.  
---------------------
- φίλη μου;
- σ ακούω
- μια κουβέντα είναι...
---------------------
- έλα μ ακούς; 
- ναι
- λέμε και ψεματάκια;
---------------------
- τι φωνάζεις καλέ; ακούω
- αλλά δεν το κάνεις θέμα ε;
---------------------
- Θέλω να σου πώ ένα μυστικό.
- Οκ
- Αλλά δεν θέλω να το μάθει κανείς
- Οκ
- Μου δανείζεις το αυτί σου; 
---------------------
- κα΄λκσδφιθιελσ σκδξ΄πια λσλκειγα
- τι είπες;
- κα΄λκσδφιθιελσ σκδξ΄πια λσλκειγα
- ε;
- κα΄λκσδφιθιελσ σκδξ΄πια λσλκειγα
- γμτ.. δε σε άκουσα
- οκ θα το πω αργά και καθαρά: κα΄ λκσ δφ ιθ ιε λσ σ κδ ξ΄ πια  λσ λ κει γα
- .......
- ούτε τώρα ε;
- που το κατάλαβες;
- έλα ντε. άστο δεν πειράζει... μόλις το χάσαμε.
----------------------
- εε.. συγνώμη... κυρία;
- μην της μιλάτε από κείνη την πλευρά
- γιατί;
- θίγεται 
---------------------
ρε γαμώτο είναι σαν να ζω ένα ντεζαβού με τόσες επαναλήψεις. Και συ είναι σαν να τα ακούς όλα για πρώτη φορά! 
---------------------
Θα ακούσουμε τίποτα; εσύ μην το πάρεις προσωπικά.
---------------------
Ποιο απ τα δύο είναι το φιλικό στον χρήστη;
---------------------
- τι λέει αυτός ρε παιδιά;
- δεν άκουσες ε;
- όχι
- τυχερούλα!
---------------------

Αυτά λοιπόν είναι μερικά απ όσα με κάνουν να γελάω απίστευτα πολύ.  

Όμως για να λέμε και του στραβού το δίκιο (όχι δεν είναι λάθος το επίθετο), είναι κουραστικό κάποιες φορές και για τους δύο. και για τα δύο μέρη. και παρά το γέλιο, είναι πολύ εύκολο να απομονωθεί κάποιος κοινωνικά. Γι αυτό, αν υπάρχει κάποιος με παρόμοιο θεματάκι, έχετε λίγο το νου σας. Όταν έχει εκείνο το λίγο χαμένο βλέμμα ίσως απλώς να μην άκουσε και να έχει βαρεθεί να λέει "τι είπες;".

Καλημέρα σας!

(μού ΄μεινε κουσούρι το τριλογείν; και αν ναι,  ποια μπορεί να είναι η συνέχεια; ) 


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

οι πηγές

- πέρασε μέσα...
 - τι λέει η εξέταση;
 - ..... κάθησε
 - μπορώ και όρθια
 - δεν υπάρχει παθολογική αιτία. μάλλον έγινε από έντονο στρές.
 - κάτι είναι κι αυτό. Στο δια ταύτα;
 - τίποτα. η θεραπεία δεν έφερε αποτέλεσμα.
 - δηλαδή;
 - δηλαδή έχασες την ακοή σου απ το ένα αυτί.
 - οριστικά;
 - κανείς δεν ξέρει.
 - καλά, κανείς δεν ξέρει. απ όσα ξέρεις όμως, είναι οριστικό;
 - συνήθως είναι οριστικό. δεν είχες ούτε ελάχιστη βελτίωση. σταματάμε την αγωγή. γυρνάς σπίτι σου.
 - οκ. πρακτικά τι σημαίνει αυτό;
 - τι εννοείς;
 - πρακτικά. στην καθημερινή μου ζωή, τι θα γίνεται; θα συνεχίσει αυτό το βουητό, θα συνεχίσω να ζαλίζομαι; τι θα γίνει;
 - θα συνεχίσεις αλλά θα μειώνονται τα συμπτώματα. το πιο σημαντικό είναι ότι δεν θα μπορείς να καταλάβεις την πηγή των ήχων.
 - την πηγή των ήχων... μάλιστα. όκ. δεν καταλαβαίνω τι λες αλλά θα το καταλάβω. τι αλλο πρέπει να κάνω; πρέπει να με ξαναδείς;
 - ναι. σε ένα μήνα. μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
 - ναι
 - όσες φορές χρειάστηκε να ανακοινώσω ένα τέτοιο πράγμα, είχα αντιδράσεις πανικού. και το βρίσκω λογικό. εσυ γιατί είσαι τόσο κούλ;
 - γιατί όλα έχουν ένα τίμημα. γιατί ήξερα ότι κάπως θα πληρώσω όσα έγιναν. αν αυτό είναι το τίμημα, οκ. τουλάχιστον, δεν κινδυνεύει η ζωή μου.
 - δεν ξέρω τι να πω.... μαγκιά σου.
-  τι τρόπος! δε μιλάνε έτσι οι γιατροί. σ΄ ευχαριστώ  για την έγνοια σου, όλες αυτές τις μέρες.

 Γύρισα σπίτι. 
Δεν είχα καταλάβει ακόμα τι σημαίνει "η πηγή των ήχων..."

Έμαθα και με έναν ακόμη τρόπο πόσα πολλά θεωρούσα δεδομένα. 

 Έμαθα με έναν ακόμη τρόπο αυτό που έλεγε η γιαγιά μου. Ο άνθρωπος είναι θηρίο παιδί μου. Όλα τα αντέχει. 

 Έμαθα και με έναν ακόμη τρόπο τι σημαίνει η λυτρωτική παρέμβαση των φίλων μου.
 Θα μπορούσα να νιώθω ένα είδος αναπηρίας. Το μετέτρεψαν σε χρόνο dt σε μια χαριτωμένη ιδιαιτερότητα. Σε προνόμιο, σε τύχη, σε ανέκδοτο, σε πείραγμα.....

Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Καμιά πηγή. Ούτε της χαράς. Κι όταν τη βρεις, μην κοιτάς που θα πάει, ποιο δρόμο θα ακολουθήσει, που θα καταλήξει, σε τι θα μεταμορφωθεί. 
Η πηγή είναι αυθύπαρκτη αυτάρκης και μεγαλειώδης.  Εκπληρώνει το σκοπό της αν σκύψεις να πιεις αυτό που σου χαρίζει. χωρίς πως,  χωρίς γιατί και κυρίως... χωρίς πόσο....

Τα Σέβη μου...

Υ.Γ. Επειδή μόνο τα άσχημα συνήθως λέμε για τους γιατρούς, θα ήθελα και δημοσίως να ευχαριστήσω τον κ. Ν. Κανέλη, Ωτορινολαρυγγολόγο, Διευθυντή της αντίστοιχης κλινικής του Μετροπόλιταν και όλη την ομάδα των συνεργατών του.  Για το ανθρώπινο πρόσωπο, για την ευθύτητα, για το χιούμορ.  Πάντα γιατρός,  γιατρέ!

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

να σας χαίρομαι!

Σήμερα ξύπνησα μ αυτό...


και αμέσως μετά, αυτό...


Να σας χαίρομαι. Όλους!

Να συνεχίσω να σας απολαμβάνω!

Να μου σας προσέχετε. Ναι;



Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

βαλκάνιες διαδρομές...


Κοντεύει τρείς. Κρύο. Ψιλόβροχο- σχεδόν χιονόνερο. Ο δρόμος άδειος και λαμπερός εξ αντανακλάσεως. Αν χάζευες λίγο θα έμοιαζε με θάλασσα. Στο αυτοκίνητο ακουγόταν η Loreena McKennitt. Μπροστά ήταν άλλα δύο άδεια ταξί. Πήγαιναν τρενάκι. Φανάρι. Κοιτάει πίσω από τον καθρέφτη. Ερημιά. Στο απέναντι πεζοδρόμιο δυο κυρίες πιασμένες αγκαζέ κάνουν νόημα στο πρώτο ταξί. Η μία γύρω στα 70, στηριζόταν στην άλλη – γύρω στα 45. Με γούνα η μεγαλύτερη. Με κάτι πιο απλό η νεώτερη. 

“γέμισε ο πρώτος. αν πάρουν ξεχωριστά ταξί, γέμισε και ο δεύτερος” σκέφτηκε. Το βλέμμα της έπεσε στη βιτρίνα δεξιά της. Έριξε μια γρήγορη – αυτόματη ματιά, απ τον καθρέφτη, πίσω. Ερημιά. Χάζευε τη βιτρίνα. “Ωραία φουλάρια. Να θυμηθώ που είναι να έρθω να τα δω από κοντά” .

Ένα χτύπημα στο παράθυρο δίπλα της την ξύπνησε απ το χάζεμα. Γύρισε σχεδόν τρομαγμένη.

- ελεύθερη; της είπε κολλητά στο τζάμι

Έγνεψε, ναι, και κείνη πέρασε από μπροστά της και ήρθε στη θέση του συνοδηγού. Όσο περνούσε μπροστά από τα μάτια της, θυμήθηκε ότι ήταν η μια από τις δύο. Η νεώτερη. “γιατί δεν πήρε τον δεύτερο;” σκέφτηκε και το ξέχασε με το ζεστό “καλησπέρα” της

- καλησπέρα σας.
- κρύο ε;
- ναι τη νύχτα χειροτέρεψε. πού πάμε; 
- α, στρίψε στο φανάρι δεξιά και στο πρώτο δεξιά και θα σου πω.

Είχε καθίσει ασυνήθιστα για τέτοια θέση. Είχε γυρίσει την πλάτη της στην πόρτα και ακουμπούσε πάνω της, είχε λυγίσει το αριστερό της πόδι πάνω στο κάθισμα σχεδόν οκλαδόν και της χαμογελούσε. Ένιωθε την παραδοξότητα αλλά δεν καταλάβαινε τι ακριβώς συμβαίνει. Είχε εκτελέσει και το δεύτερο “δεξιά”

- που πάμε;
 - συγνώμη, ξεχάστηκα. συνέχισε ευθεία. θα βγούμε στον κεντρικό δρόμο και θα κάνεις αριστερά.
 Ξαναβγήκαν εκεί που την είχε πάρει.
 - μα, εδώ δεν είμασταν;
 - ναι, έχεις δίκιο. μπερδεύτηκα και για να μη στεκόμαστε έτσι σου είπα να κάνουμε το γύρο. δεν σε   πειράζει...
 - όχι, δε με πειράζει. προς τα που πάμε γενικώς;
 - δεν πάμε κάπου συγκεκριμένα. μια βόλτα πάμε.
 - έτσι γενικά μια βόλτα; δεν είσαστε καλά;
 - καλά είμαι. σε είδα εκεί στο φανάρι και για κάποιο λόγο ήθελα να πάμε μια βόλτα. σου φαίνεται παράξενο;
 - δεν είναι και συνηθισμένο
 - προτιμάς τα συνηθισμένα;
 - με ρωτήσατε πως μου φαίνεται όχι τι προτιμώ.
 - και συ δε μου είπες πως σου φαίνεται αλλά τι είναι.
 - σωστά. παράξενο μου φαίνεται λοιπόν. ασυνήθιστο.
 - όποιος μπαίνει εδώ έχει πάντα συνηθισμένο προορισμό;
 - κατά μία έννοια, ναι
 - εγώ δεν έχω προορισμό. έχω μόνο μια επιθυμία.
 - ποια;
 - να πάμε μια βόλτα. θα ήθελα να πάμε και για ένα ποτό.
 - γιατί;
 - χωρίς γιατί. δυο άγνωστοι μπορούν ένα βράδυ να πάνε μια βόλτα να πιουν ένα ποτό και να μιλήσουν για διάφορα
 - ναι μπορεί να συμβεί κι αυτό.
 - άρα μπορώ να σε κεράσω ένα ποτό;
- σας ευχαριστώ αλλά δε γίνεται
 - γιατί;
 - γιατί δουλεύω;
 - σε πόση ώρα σχολάς;
 - δεν έχει σημασία
 - γιατί;
 - γιατί δεν θα πάμε για ένα ποτό
 - εντάξει αλλά θα πάμε μια βόλτα. αυτό μπορούμε;
 - αυτό δεν κάνουμε;
 - ναι. όμορφος δεν είναι ο Λυκαβηττός;
 - ναι
 - θα μπορούσαμε να σταματήσουμε κάπου να πάρουμε δυο ποτά στο χέρι
 - δεν θα μπορούσαμε - της είπε ήσυχα
 - γιατί; - τη ρώτησε σχεδόν θλιμμένα
 - γιατί εγώ κάθομαι εδώ και σεις εκεί.
 - μπορείς να μου μιλάς στον ενικό; τη ρώτησε ήσυχα
 - όχι - της είπε σχεδόν συντροφικά
 - γιατί; - τη ρώτησε σχεδόν παιδιάστικα
 - γιατί εσείς κάθεστε εκεί και γώ εδώ - της είπε σχεδόν μεγαλίστικα
 - σταμάτα κάπου να αλλάξουμε θέσεις
 Χαμογέλασαν και οι δύο
 - καταλαβαίνω ότι σου φαίνεται παράξενο αλλά θα ήθελα τόσο πολύ να πιούμε ένα ποτό μαζί. να μιλήσουμε για όλα τα άσχετα. για όσα δε λέμε με όσους γνωρίζουμε. για όσα δε λέμε στην κανονική μας ζωή.
 - ναι μιλάνε αλλιώς οι άγνωστοι. πιο ελεύθερα καμιά φορά
 - θα μπορούσα να σε καλέσω σπίτι μου αλλά ίσως με παρεξηγήσεις.
 - και πάλι όχι θα σας έλεγα, αλλά όχι από παρεξήγηση.
 - τότε γιατί;
 - γιατί εγώ κάθομαι εδώ και σεις εκεί.
 - μίλα μου στον ενικό
 - δε γίνεται
  - γιατί;
 - γιατί εγώ κάθομαι εδώ και σεις εκεί
 - στρίψε εδώ δεξιά και μπες αν μπορείς στην πρώτη πυλωτή που θα βρεις να μην κλείσουμε το δρόμο
 Ανέβασε το αυτοκίνητο στο πεζοδρόμιο. Γύρισε να την κοιτάξει. Είχε καθαρό βλέμμα. Την κοίταζε στα ίσια.
 - εδώ μένω. θα ήθελα πολύ να σε κεράσω ένα ποτό. θα ανέβεις;
 - δε γίνεται
 - μπορούμε να αλλάξουμε θέσεις για ένα λεπτό;
 - γιατί;
 - για να καθίσεις στη θέση μου και να μου πεις “καληνύχτα Μιράντα. αύριο θα είμαι εδώ"


(αφιερωμένο στη Theorema και στους βαλκάνιους διαλόγους στα - delirium tremens - σχόλια)

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Μηχανική Αντοχή ΙΙ


Αντοχή             θραύση                                μεταβολή

                     παραμόρφωση                                                               όρια

φορτίο                                       κίνδυνος                                   παραδοχή

             στήριξη                   επιφάνεια                                      υποχώρηση

       έλεγχος            κόστος                    ασφάλεια

 φόρτιση                          εναλλαγή              ακαμψία

                δομή                    ελαστικότητα                        στρέβλωση

     ευστάθεια                                καταπόνηση

                         θλίψη                                     κάμψη 

λυγισμός           κρούση            Αντοχή



μα ό,τι κι αν γίνει, υπάρχει πάντα μια προστασία διαθέσιμη: Η Αδράνεια*...

-------- (πρόταση περιορισμένου χρόνου που αυτοκαταστράφηκε)

*Αδράνεια λέμε την  ιδιότητα της ύλης σύμφωνα με την οποία, κάθε σώμα αντιστέκεται σε όλες τις δυνάμεις που προσπαθούν να μεταβάλλουν την (κινητική) κατάστασή του. 


Α! και να θυμάσαι πως όσο αυξάνεις τις "δομές", η Αδράνεια υπερ-πολλαπλασιάζεται. 

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Μηχανική Ανατομία Α

Το σώμα μου είναι φυσικό. Στα φυσικά σώματα συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Αλλά επειδή το πνεύμα μου δεν είναι φυσικό (δεν είπα α-φύσικο), δεν τα καταλαβαίνει πάντα τα φυσικά. Και όπως κάθε φορά που δεν καταλαβαίνω, κατέφυγα στους ορισμούς που με ορίζουν. Και που αλλού θα τους έβρισκα αν όχι στη φυσική;
Μην τρομάζεις με τους ορισμούς. Για φυσικά σώματα μιλάνε. Κι αν έχουν γλώσσα περίεργη και ακατάληπτη, είναι γιατί τρέμουν απ το φόβο τους μη και αποδειχθούν ανεπαρκείς. 
Σαν τους αρχαίους ιερείς/μάγους κι αυτοί. Γλώσσα ακατάληπτη γεμάτη συμβολισμούς. Για να διατηρούν το άβατο της αυθεντίας. 
Μα αν αγνοήσεις το αυστηρό τους προσωπείο και τους κοιτάξεις με ανθρώπινο μέτρο κι ακόμα καλύτερα, αν γελάσεις μαζί τους, τότε εξαερώνεται και το μυστήριο και ο φόβος τους. 
Και γίνεται το “ορίζω” η μόνη απάντηση σε κάθε τάχα ευγενικό “ορίστε”

Ορίζω λοιπόν...

Έστω το σώμα μου. Σώμα υλικό, με βασικά δομικά στοιχεία τα άτομα. Πάνω μου εφαρμόζονται δυνάμεις. Και το σώμα μου δρά και αντιδρά.. Αναλύεται, συντίθεται, μετατοπίζεται, παραμορφώνεται. Δοκιμάζω την αντοχή της ύλης και των υλικών. Εφαρμόζω θεωρίες ελαστικότητας και μετράω την καταπόνηση και τη θλίψη. Σου φαίνονται αφύσικα;

Δύναμη

Η έννοια της δύναμης είναι θεμελιώδης, και όπως όλα τα θεμελιώδη δεν έχει ορισμό περιγραφής. 
Η δύναμη γίνεται αισθητή από τα αποτελέσματά της. Τα αποτελέσματα αυτά είναι η εφαρμογή έλξης ή άπωσης στο σώμα. Αν με έλξεις ή με απωθήσεις δύο πράγματα είναι δυνατόν να συμβούν. Να κινηθώ προς την κατεύθυνση της δύναμης που εφαρμόζεις πάνω μου ή να παραμορφωθώ.

Όταν δύο σώματα βρίσκονται σε επαφή, μεταξύ τους και αμοιβαία, αναπτύσσονται δυνάμεις ακριβώς εκεί που εφάπτονται (σημείο εφαρμογής). Λέγονται δυνάμεις επαφής. Αυτές οι δυνάμεις διέπονται από μια βασική αρχή. Την αρχή της δράσης – αντίδρασης :

Όταν ένα άλλο σώμα, ασκεί στο σώμα μου μια δύναμη, τότε το σώμα μου θα ασκήσει στο άλλο σώμα μια άλλη δύναμη που θα έχει τον ίδιο φορέα, το ίδιο μέτρο αλλά αντίθετη φορά. Κι αν αυτό το θεωρείς άδικο, θα σου πω : έτσι είναι η φύση, και στη φύση η έννοια του δικαίου δεν υπάρχει.

Όλα αυτά είναι παραδεκτά στη Στατική. Δηλαδή σε κείνη τη θεώρηση που τα σώματα τα θέλει απόλυτα στερεά και απαραμόρφωτα. Στη θεώρηση που οι δυνάμεις είναι ολισθαίνουσες στο σώμα μου. Γιατί δεν έχει σημασία το σημείο που εφαρμόζεις τη δύναμή σου αλλά μόνο το μέτρο της και η διεύθυνσή της.

Δ.Ε.Σ

Εγώ είμαι το μελετώμενο σώμα. Και το σώμα μου έρχεται σε επαφή με άλλα σώματα. 
Αν απομακρύνεις τα άλλα σώματα από κοντά μου και αντί για σώματα αφήσεις μόνο τις δυνάμεις τους τότε θα έχεις το Διάγραμμα Ελευθέρου Σώματος. Το διάγραμμα – πρόσεξε - όχι το σώμα μου. Αυτό πια είναι ελεύθερο. 
Σ αυτό το διάγραμμα - και όχι στο σώμα μου - θα έχεις τη δυνατότητα να συνθέσεις τις δυνάμεις σου, να τις αναλύσεις, να τις μετατοπίσεις, να εφαρμόσεις την αρχή της επαλληλίας. Όμως όλες οι δυνάμεις σου θα ολισθαίνουν πάνω μου. Όλα αυτά αν παραμείνω Στατική. Μην το ξεχνάς αυτό.

Γιατί όταν και αν πάψω να είμαι στατική, τότε πάνω μου θα εφαρμόζονται οι αρχές της αντοχής των υλικών. Και η αντοχή των υλικών ανήκει επίσης στη μηχανική αλλά σε αντίθεση με τη στατική, θεωρεί ότι τα σώματα είναι παραμορφώσιμα. Ίσως γι αυτό να είναι η αγαπημένη μου.

Εδώ θα κάνω εκείνο το – απαιτούμενο – διάλειμμα, να σηκώσω το σώμα μου απ το τραπέζι της φυσικής ανατομίας και να σε αφήσω να εμπεδώσεις τη στατική μου, να μου πεις τις απορίες σου ή και τις ενστάσεις σου. 
Στο επόμενο κεφάλαιο θα σου μιλήσω για την αντοχή του υλικού μου σώματος.

Διάλειμμα....

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

θα ξανάρθω...


Ο δρόμος άδειος... τα μαγαζιά έρημα σχεδόν... μα πού πήγαν;

α! εδώ είστε πουλάκια μου... παρεάκια, κουβεντούλες... μην απομακρύνεσαι πολύ να σε βλέπω ε;

επ! κοριτσίστικες κουβέντες... εει εσύ εκεί κρυφακούς πονηρούλη;


η επιτροπή των καλλιστείων... πρώτο παγκάκι πίστα (κι ο οδυσσέας κρυφοκοιτάει τάχα αδιάφορος)

έλα κοριτσάκι μου, φτάνει τόσο. Πάμε να ξεκουραστούμε γιατί σου έχω έκπληξη το βράδυ.

Σε κρατάω ομορφιά μου, μη φοβάσαι...

εδώ είμαι... σας έχω το νού μου... θα κάνω ησυχία και θα σας περιμένω...

άρχισαν να έρχονται τα παλληκάρια.. καλώς τα μου...

μαζευόμαστε σιγά σιγά... έχουμε και να παίξουμε...

Ουπς! Νάτο! Πάμε βόλτααα!! ελάτε!

Ολα τ αστεράκια εδώ! Άντε καλή σας βόλτα. Να τραγουδάτε να χαίρεστε! Να μου προσέχετε ε;

εγώ εδώ θα είμαι να σας καμαρώνω... να πλημμυρίζω από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη για όσα μου μαθαίνετε κάθε στιγμή. για την ευλογία της χαράς...


θα ξανάρθω...

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Τα χουφταλάκια...

Πριν πολλά χρόνια, ξεκινάω με τη φίλη μου τη Βάσω (ναι αυτή με το σκουλήκι), να πάμε στη βόρεια Εύβοια για διακοπές. Φτάσαμε με φέρρυ στην Αιδηψό. 
Βγαίνουμε επιτέλους στο λιμάνι, αφού προηγουμένως με έχει κάνει ρεζίλι και στο έμπα και στο έβγα, γιατί καθόταν μπροστά από το αυτοκίνητο κούναγε χέρια πόδια και φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε “Πάρτο δεξιάααααα…..Οοοοχι οοοχι έτσιιι! Πάρτο αλλιώωως… Κόοοοοψε κόψε σου λεεεεω….ελα ελα όπως είσαι… Πρόσεχεε” και όλα αυτά χωρίς να ξέρει τίποτα από οδήγηση.
 Ήξερε όμως ότι αυτό με κάνει έξαλλη και το χαιρόταν!
Βγαίνοντας από το λιμάνι δυό δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μας. Ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά.

“Από πού να πάω;” ρωτάω με αγωνία, γιατί οι από πίσω ήταν αφηνιασμένοι. 
Η Βάσω είχε το χέρι στο σαγόνι και το ύφος βαθιάς περισυλλογής.
 “Λέγε καλέ και θα μας δαγκώσουν!”, αλλά ο μεγάλος Μανιτού δε μίλησε.

Από πίσω είχαν αρχίσει να ακούγονται τα χαριτωμένα “Προχώρα μωρήηηηηη” και όλα τα σχετικά που φαντάζεστε.
Παίρνω την τύχη μας στα χέρια μου και στρίβω αριστερά.
 “Οχι, Οχι από δω! Μπες στο πρώτο δεξιά και σταμάτα!”
 Το “σταμάτα” μια κουβέντα είναι.
 “Έτσι που τα ‘κανες, θα πάμε από τον μέσα δρόμο τώρα, αλλά προσοχή στα χουφταλάκια μου!” ακούστηκε η μομφή!
 “Ποιά χουφταλάκια; Τι είναι τα χουφταλάκια;”
 Εκείνη απλώς χαμογέλασε και είπε “Ξεκίνα! Το πρώτο δεξιά και όλο ευθεία”.

Μπαίνω στην ευθεία και ξαναρωτάω “Θα μου πεις τι είναι τα χουφταλάκια επιτέλους;”
 Κοίταξε γύρω-γύρω με ύφος “να κάπου εδώ το είχα..” και ξαφνικά σταματάει το βλέμμα της μπροστά μας. 
Φωτίζεται και μελώνει όλο της το πρόσωπο με μια γλύκα ανείπωτη.

“Να ένα”, είπε τρυφερά. “Πρόσεχε. Μην κορνάρεις και μην προσπεράσεις!”

Ακολουθώ το βλέμμα της και βλέπω ένα παππουδάκι που πηγαίνει αργά- αργά κι αμέριμνα στη μέση (εντελώς στη μέση όμως!) του δρόμου.

“Και τι κάνουμε τώρα;”
 “Τίποτα. Ακολουθείς από απόσταση. Μην ακούσει το αυτοκίνητο και τρομάξει!”
 Αν μπορούσε να ακούσει, θα το είχε ακούσει ήδη, σκέφτηκα, αλλά δεν το σχολίασα.
 “Και μέχρι πότε θα πηγαίνουμε έτσι;”
 “Μέχρι να φύγει από το δρόμο.”
 “Κι αν πηγαίνει μακριά;”
 “Έλα μωρέ! Πόσο μακριά μπορεί να πηγαίνει;”
 “Σωστά! Πόσο μακριά να πηγαίνει; Δεν θα είναι γύρω στα 90 τώρα; ”
 “Έλαααα, μη μιλάς έτσι για τα χουφταλάκια μου!”

Αυτό το “μου” με ξένιζε. Την έβλεπα με την μπέρτα του Ζορρό (τότε δεν υπήρχε ακόμα ο Σούπερμαν – και μην ακούσω σχόλιο περί ηλικίας) να τον προστατεύει.

Για καλή μου τύχη το παππουδάκι ήταν κοινωνικός άνθρωπος και τον φώναξαν από ένα πεζοδρόμιο και πήγε προς τα κει.

“Περνάω!”, είπα αποφασιστικά.
 “Πρόσεχε!” είπε απειλητικά.

Πέρασα σαν να οδηγούσα ανάμεσα σε αυγά και η προσπέραση έγινε αναίμακτα.
Βγήκαμε στο δρόμο για τα Ίλια. 
Βρήκαμε και το δωμάτιο και ήταν η στιγμή της απόλυτης απόλαυσης και ηρεμίας.
Μπροστά μόνο θάλασσα και πράσινο.
Τακτοποιηθήκαμε, μοιράσαμε κρεβάτια (με το σχετικό αντάλλαγμα για να πάρω το κοντά στο παράθυρο), βαλίτσες τσάντες και με τούτα και με κείνα έφτασε τ απόγευμα.

“Θα πάμε στη θάλασσα;” ρώτησα με λαχταρα η άσχετη.
 “Θάαλαασσααα;;;;” (λες και είχε ακούσει ότι θα κάνουμε αναρρίχηση στον Όλυμπο). “Όχι βέβαια! Θα πάμε στην Αιδηψό!”

“Γιατί πουλάκι μου θα πάμε στην Αιδηψό; Από κει δεν ήρθαμε;”
 “Θα δεις!”

Ήταν ειδήμων της περιοχής. Τι μπορούσα να πω εγώ; Είμαι και καλός άνθρωπος… Και πήγαμε στην Αιδηψό.

Περπατούσαμε… Περπατούσαμε… Είχα την εντύπωση ότι κάτι ψάχναμε αλλά δε μου έλεγε.
Κάποια στιγμή έθεσα veto.

“Εγώ θα κάτσω ΕΔΩ! Κουράστηκα! Θέλω καφέ, θέλω τσιγάρο, ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΣΩ!!!”
 “Εντάξει! Να εκεί θα κάτσουμε!”

Το μαγαζί ήταν γεμάτο παππούδες και γιαγιάδες και είχε μια τεράστια ταμπέλα “ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ”.

“Πες μου ότι δεν το περάσαμε όλο αυτό για να φας λουκουμάδες!”
 “Γιατί; Τι έχεις με τους λουκουμάδες;”

Τι να σχολιάσεις…

“Ένα σωρό μαγαζιά περάσαμε που ήταν πιο χαλαρά. Εδώ που είναι πήχτρα θα κάτσουμε;;”
 “Ναι! Γιατί τα χουφταλάκια μου ξέρουν που έχει καλούς λουκουμάδες. ”

Δε μίλησα… Αφού τους λαχτάρησε τόσο, ας φάει το παιδί.
 Καθίσαμε. Στο σερβιτόρο ζήτησα έναν καφέ και μια μερίδα λουκουμάδες.

“Θα φας λουκουμάδες;”, με ρώτησε με έκπληξη.
 "Εγώ όχι. Εσύ δεν ήθελες λουκουμάδες; Γι αυτό δε με τραβολογάς τόση ώρα;”

Γυρνάει στο σερβιτόρο και λέει αγέρωχα:
 “Όχι λουκουμάδες. Έναν ελληνικό σκέτο θα πάρω εγώ!”

Ε! Είχε έρθει ή ώρα για εξηγήσεις.

“Κοίτα τους”, μου λέει. “Κοίτα τους και απόλαυσέ τους... Κοίτα το ύφος τους όταν έρχονται οι λουκουμάδες. Κοίτα το ύφος τους όταν τους τρώνε! Είναι σαν μικρά παιδιά που τους χάρισες το πιο πολύτιμο παιχνίδι. Απλά κοίτα τους… Αυτή την εικόνα ήθελα να ρουφήξω, για να θυμηθώ τα σημαντικά.”

Απόμεινα να τους κοιτάω και τους άφησα να με παρασύρουν στη γαλήνη της ηλικίας τους και τη χαρά του μικρού παιδιού. Αφέθηκα να μου μεταγγίσουν τα σημαντικά.

Εκείνο το καλοκαίρι έγιναν και δικά μου τα χουφταλάκια. Μια λέξη τόσο μα τόσο τρυφερή… Από τότε κάθε χρόνο έκανα το προσκύνημα στην Αιδηψό.

Αν πάτε και το βρείτε μπροστά σας να περπατάει αμέριμνο, να μου το προσέξετε. Μην του κορνάρετε και μου τρομάξει.

...συνεχίζεται...


(Tώρα τελευταία, τα στατιστικά του μπλόγκερ μου έδειξαν οτι κάποιος διάβασε “Το σκουλήκι”. Μια εντελώς αληθινή ιστορία που αγαπώ ιδιαίτερα και που ακόμα με κάνει να γελάω. Σε κείνον τον αναγνώστη, αφιερώνω Τα χουφταλάκια Μου :) )


υγ ετεροχρονισμένο.  Χουφταλάκι είναι: ό,τι κρατώ μέσα στη χούφτα μου τρυφερά και απαλά για να μη μου ραγίσει, να μη κρυώσει, να μη μου χτυπήσει... να το προσέχω σαν πολυτιμάκι... 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Creative and Common

Σύγκλιση φίλε, σύγκλιση!

Ζούμε στο μάτι του κυκλώνα της. Λεφτά πολλά λεφτά για τη σύγκλιση. Πληρώνεται ακριβά σου λέω. Το κόστος και το τίμημα ανυπέρβλητα.

Συγκλίνουμε κεφάλια, κορμιά, μυαλά, συγκινήσεις, λόγια, και όνειρα άμα θες, βέβαια και όνειρα!

Όλα υπό σύγκλιση. Και να σου πω και το καλύτερο; όλα ψηφιακά ρε συ! Μα ναι, τι, παιδιά είμαστε τώρα;  Απ την άνεση του σπιτιού σου λέμε!!

Γι αυτό σου λέω! Θα κάνω σεμινάριο! Να διδάξω την κοινή χρήση!

Τι, αμφιβάλλεις ότι έχω τα προσόντα να το διδάξω;

Ξέρεις τι καλή κοινόχρηστη είμαι; Άλλο να σου λέω κι άλλο να με βλέπεις.

Μα ναι! Ασφαλώς θα έχει προϋποθέσεις!

Ο καλός κοινόχρηστος θα πρέπει να λειτουργεί με βάση τις εγκεκριμένες άδειες κοινής χρήσης. Τη λένε και δημιουργική. Creative Common!

Μα τι δεν καταλαβαίνεις;

Για παράδειγμα ρε παιδί μου.

Έχεις ανάγκη να πάρεις έναν άνθρωπο, να γράψεις, να στείλεις μήνυμα, να δεις - μια μέρα, η μια νύχτα, δεν έχει σημασία η ώρα. Έχεις την ανάγκη να εκφράσεις έναν πόθο πουχου, μια λαχτάρα, μια τσαντίλα, ένα θυμό, θες κάποιον για να κολλήσεις, ή κάποιον για να ξενερώσεις, κάποιον να ερωτευτείς για μια ωρίτσα, κάποιον να συμβουλευτείς για το πρόβλημα με τη γκόμενα ή το γκόμενο, κάποιον να πεις το πρόβλημα με το παιδί σου, με μια φίλη, μ έναν φίλο, με το γείτονα ή έναν άγνωστο... θες κάτι έξω από ή μέσα στα καθιερωμένα, θες μια έμπνευση, ή κάποιον για να τα χώσεις. Θες σαν άνθρωπος να γοητευτείς και να γοητεύσεις ή απλώς μπορεί να θες να δοκιμάσεις καμιά καινούργια καλή ατάκα. Θες για μια στιγμή να γίνεις ρομαντικός ή κυνικός. Ακόμα ακόμα – άνθρωπος είσαι – θες κάποιον να σε απογοητεύσει βρε αδερφέ.
Ε, ο κοινόχρηστος άνθρωπος θα είναι εκεί για όλα. Και για ακόμα περισσότερα. Δημιουργικά συνεπής.

Ναι θέλει ένα ταλέντο. Αλλά βασικά θέλει καλή γνώση και απόλυτη τήρηση των κανόνων.
Εχεμύθεια, σιωπή, καλή άρθρωση, χαμόγελο, κατανόηση, χιούμορ, εξυπνάδα, ανωτερότητα, καμία προσδοκία, καμία απαίτηση και κυρίως ταχύτητα. Δεν έχουμε χρόνο φίλε.

Και να σου πω το πιο καλό; Όταν τελειώσει η ανάγκη σου, τελειώνει η σύμβαση. Χωρίς κόστος, χωρίς υποχρεώσεις. Ξεκάθαρα πράγματα.

Μα που ζεις; Σοβαρά τώρα, δεν έχεις ακούσει για την ψηφιακή σύγκλιση; Για τα creative commons;

Εντάξει με χαλάει λίγο αυτό το ουδέτερο. Δεν είμαστε “τα”. Είμαστε “οι”. Αλλά στο χέρι μας είναι να το αλλάξουμε. Να καταξιωθούμε στην κοινή συνείδηση.

Ταχύρρυθμα σεμινάρια κοινής χρήσης φίλε. Λέω να τα ξεκινήσω άμεσα.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Ήθος, Μύθος, Έθος

Ήθος, έθους μύθος;

Έθος, μύθου ήθος;

Μύθος, ήθους έθος;

Ήθος - Μύθος - Έθος... ατάκτως κεκαυμένα.


Τα ερωτήματα σε αναμονή.
Τα απαντήματα λαμβάνουν τη φυσική τους θέση. Γονιμοποιούν τις ερωτήσεις και τις εμμονές μου.


Έτσι φαίνεται να καταλήγει προς το παρόν, η γραπτή, με τα εις – θος, συγκυρία: πάθος-λάθος -άχθος.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ήθος έθος άχθος


Ήταν η τρίτη φορά σήμερα που έφτασε η κυραλένη ως την πόρτα και κοίταξε μέσα. Τις προηγούμενες δύο, είδε κόσμο και έφυγε με ένα νόημα ότι θα ξανάρθει. Αυτή τη φορά έμοιαζε ανυπόμονη. Της έκανε νόημα, ποιος είναι μέσα και έσκυψε να δει.
Κατέβηκε το πρώτο σκαλί με ένα αχ.

“Αυτά τα γόνατα θα με γονατίσουν. Κάτσε να κάτσω λίγο να πάρω μια ανάσα” μα αυτό που έλεγε έμοιαζε πιο πολύ με δικαιολογία παρά με πόνο.
“ Έλα κάτσε κυραλένη μου να ξεκουραστείς. Τι να σου βάλω;”
“Τέλειωσε με τα κορίτσια – καλημέρα κοκόνες μου – και μου βάζεις μετά εμένα λίγο τρήμα να φτιάξω μια τυρόπιτα., μη λερώσεις τώρα τα χέρια σου. Τέλειωσε με τα κορίτσια, δε βιάζομαι. Το ΄βαλα το φαΐ και γίνεται.”

Την κυραλένη την είχε συμπαθήσει απ τις πρώτες μέρες που άνοιξε εκείνο το μικρό ημιυπόγειο μπακάλικο. Ήταν μαζεμένη. Δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τη γειτονιά και της φερνόταν σαν νάταν κόρη της.

Η κυραλένη ποτέ δεν της είχε πει κάτι για όσα έβλεπαν τα μάτια της. Μα πάντα της πέταγε ένα λόγο, που φαινόταν πως όλα τα καταλάβαινε. Γι αυτό και είχε αρχίσει να έρχεται – τάχα τη μία ξέχασε το ένα, την άλλη ξέχασε το άλλο – τα απογεύματα κατά τις έξι. Και ήταν βάλσαμο η παρουσία της.
Η πιο δύσκολη στιγμή της μέρας. Εκεί κατά τις έξι. Όταν ήταν κόσμος στο μαγαζί εκείνος δίσταζε να μιλήσει άσχημα. Και την κυραλένη – που ήξερε να μην τον φουντώνει – σαν να τη σεβόταν και ντρεπόταν μπροστά της.

“Το κάνει που το κάνει, τουλάχιστον να μη βρίζει”, σκεφτόταν. “Κι όχι για μένα. Για τη γειτονιά.”
Πόσες φορές είχε τύχει να μπει ξάφνου άνθρωπος στο μαγαζί την ώρα που έβριζε. Κι άντε μετά να μαζέψεις τα λόγια απ τη γειτονιά. Και καλά τα λόγια, πες εκείνον ντρόπιαζαν. Έλα όμως που εκείνη ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Για τα λόγια που άκουγε θες; για το που ήταν άντρας της θες; γι αυτό που έβλεπε στα μάτια τους θες; Ο,τι κι αν ήταν, δεν το ΄θελε.
Γι αυτό και κάθε απόγευμα όταν κόντευε έξι, τα μάτια της έμεναν στην πόρτα. “Μακάρι να ΄ρθει η κυραλένη πριν από κείνον” παρακαλούσε μέσα της.

Έξυπνη γυναίκα ήταν η κυραλένη. Φρόντισε να βρει τη δικαιολογία που είναι εκεί κάθε απόγευμα. 
“Τι να κάνω μόνη μου στο σπίτι; Φεύγουν όλοι και με πλακώνουν τα ταβάνια παλικάρι μου. Ευτυχώς είσαστε και σεις εδώ και περνάω μια ωρίτσα. Να ΄σαστε καλά και οι δυο σας. Σαν παιδιά μου σας νιώθω”.
Και κείνος δε μίλαγε. Και τι να πει; Έτσι κι αλλιώς δεν θα έμενε. Για το ταμείο περνούσε.
Άσε που όταν ήταν εκεί η κυραλένη δεν έβλεπε και κείνο το βλέμμα της γυναίκας του. Αυτό το βλέμμα ήταν που τον ανάγκαζε να κάνει καυγά . Έτσι, θυμωμένος, έφευγε πιο ήσυχος. Έπαιρνε τα λεφτά απ το συρτάρι κι έφευγε.
 Πρόσεχε να μην τον καταλάβει η κυραλένη και έχει να λέει. Και σιγά μην πάει ο νους της. Για τη γυναίκα του ήταν σίγουρος. Δεν θα μίλαγε ποτέ. Από πάντα της είχε μια περηφάνια που τον θύμωνε. Πολύ τον θύμωνε. Αν δεν τον κοιτούσε και έτσι... μια χαρά γυναίκα θα ήταν.

Με Κείνη – η κυραλένη – ποτέ δεν είχε μιλήσει ανοιχτά. Ποτέ δεν της είπε για όσα καταλαβαίνει. Την έβλεπε που ντρέπεται.
Και Κείνη, ήταν σίγουρη ότι η κυραλένη δεν έχει καταλάβει. Ήθελε να πιστεύει ότι ήταν τυχαίο. “Ευτυχώς που είναι έτσι μόνη της και κείνη και έρχεται ν΄ αλλάζουμε μια κουβέντα” σκεφτόταν.
Ησύχαζε μαζί της. Είχε τον τρόπο της να την γαληνεύει. “Όλοι οι άντρες την ίδια μούρη έχουν κόρη μου. Μην κοιτάς που όλοι μοιάζουν νοικοκυραίοι έξω. Το κάθε σπίτι έχει το βάσανό του”.

Δεν ήξερε ότι η κυραλένη την είχε δει ένα απόγευμα, πριν έρθει εκείνος, να παίρνει λεφτά απ το συρτάρι και να τα κρύβει στο στήθος της..
Έξυπνη γυναίκα ήταν η κυραλένη. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει. Και το καφενείο που ξημέρωνε εκείνος, δεν ήταν μακριά. Μια γειτονιά ήταν όλα. Και τα καλά και τα κακά.

“Άνοιξες φύλο κυραλένη; πόσο τρήμα να σου βάλω;”
“Δε θέλω τρήμα. Έτσι το είπα μέχρι να φύγουν αυτές. Δεν ήθελα να μας ακούσουν. Έχω να σου πω κάτι και θέλω να μ ακούσεις. Σαν μάνα σου μιλάω”.
“Τι είναι κυραλένη μου; με τρομάζεις”
“Μην τρομάζεις. Για καλό είναι. Άκου. Ο γαμπρός μου είναι οικοδόμος. Το ξέρεις. Δουλεύει σ έναν εργολάβο εδώ παρα κάτω. Έμαθε οτι θα σηκώσουν μια πολυκατοικία μερικά στενά παρακάτω. Ο εργολάβος είναι καλός άνθρωπος. Την πολυκατοικία θα την κάνουν κάποιοι για τα παιδιά τους. Θα είναι γερή κατασκευή. Θα βάλουν καλά υλικά. Θα είναι λέει ψιλοτάβανο. Να πας να ρωτήσεις. Θα σου πω που είναι.”
“Τι λες κυραλένη μου; Με τίνος πλάτες θα πάω να πάρω σπίτι. Που να τα βρώ τα λεφτά; Μήπως αφήνει τίποτα...” πάγωσε η φράση στο στόμα της. Πως της ξέφυγε τέτοια κουβέντα;

“Μη σκας. Ξέρω τι λες. Ξέρω τι κάνει. Γι αυτό σου λέω. Απ το κουμάρι δεν σώθηκε κανείς. Δε θα σου αφήσει τίποτα. Η τσόχα σαν πηγάδι που τα ρουφάει όλα είναι. Βάλε τουλάχιστον ένα κεραμίδι στο κεφάλι σου. Να μείνεις με τα παιδιά σου. Σαν μάνα σου μιλάω κόρη μου. Να κάνεις αυτά που δεν έκανα εγώ. Αν τότε κουτσά στραβά έπαιρνα ένα σπίτι – φωνές ξεφωνές – τώρα δεν θα ήμουν στην ανάγκη του γαμπρού μου. Καλό παιδί – ο θεός να του δίνει όλα τα καλά, τίποτα δε μου λείπει. Μα αν είχα ένα σπιτάκι θα ήταν αλλιώς. Αλλά μ έφαγε και μένα ο φόβος τότε. Γι αυτό, άκου με! Θα πάμε μαζί. Με ξέρει ο εργολάβος. Με τη μάνα του μαζί περάσαμε στην κατοχή. Ξέρει από φτώχεια. Θα βοηθήσει.”
“Δε γίνεται κυραλένη μου. Και γώ στεναχωριέμαι και σκάω. Θα μείνουμε στο δρόμο αν πάθω κάτι. Αλλά πως; Πως να του πω τέτοια κουβέντα. Θα με σκοτώσει.”
“Άστον αυτόν πάνω μου. Εσύ δεν έχεις μαζέψει τίποτα; Δεν υπάρχει γυναίκα να μην κρατάει κάτι τις στην άκρη. Αυτά θα δώσεις για προκαταβολή.”
“Με τα ψέματα δεν παίρνεις σπίτι κυραλένη. Ναι, κάτι έχω μαζέψει. Για τα παιδιά. Να μην τύχει κάτι και που θα τρέξω για βοήθεια. Μόνη μου είμαι. Ότι βγάζει ο ίδιος τα ακουμπάει στα χαρτιά. Γι αυτό άνοιξα με χίλια ζόρια και παρακάλια αυτό το μαγαζί. Δε γίνεται κυραλένη μου. Μακάρι να γινόταν μα δε γίνεται” βούρκωσαν τα μάτια της. 
Ταξίδεψαν σε όσα δεν είχε και όσα δεν μπορούσε να ονειρευτεί. Όχι δεν ήθελε πολλά. Μια ήσυχη ζωή ήθελε μόνο. Να μην την τρώει η αγωνία και η ντροπή.

“Άκου με. Μαζί με όλα κι αυτό. Αν μπει στο χορό θα χορέψει. Άστον πάνω μου σου λέω. Θα τον κουλαντρίσω εγώ. Ξέρω τι θέλει”
“Δε γίνεται κυραλένη. Κι αυτά που έχω, άμα τα δει ο εργολάβος, θα γελάσει. Θα νομίζει ότι τον κοροϊδεύω.”
“Όχι σου λέω. Θα του μιλήσω εγώ. Μόνο να μου πεις το ναι και να πάμε μαζί αύριο κιόλας”

Ήταν γλυκιά η τρέλα να σκεφτεί ένα σπίτι δικό της.. Τουλάχιστον δεν θα είχε την αγωνία πού θα μείνουν αν... Μα πως θα το πει;

“Που θα πω ότι βρήκα τα λεφτά κυραλένη μου; Αν μάθει ότι μαζεύω θα τα παίρνει όλα. Και το μαγαζί δεν κρατιέται χωρίς λεφτά. Ούτε το σπίτι. Που τα βρήκα;”
“Εγώ! Εγώ θα πω ότι τα κανόνισα με τον εργολάβο. Θα ΄ναι μιλημένος και κείνος μη σκας. Θα βρούμε τον τρόπο. Μόνο να δεχτείς”
“Δε γίνεται. Δεν θα το πιστέψει. Και πως θα... “ μια σκέψη την σταμάτησε.
Πως θα τα δώσει εκεί που τα έχει;

“Δεν έχει πως και τι. Σιγά μην τον νοιάξει. Άμα του το πεις το απόγευμα πριν πάει στο καφενείο, όλα θα τα πιστέψει για να φύγει γρήγορα. Άσε και λίγα παραπάνω λεφτά στο συρτάρι εκείνη τη μέρα να χαρεί” της είπε με πονηρό ύφος.

Γέλασαν και οι δύο. Κι αυτό το γέλιο σαν να τα έσβησε όλα. Σαν να ήταν μάνα και κόρη. Σαν να ψήλωσε σε μια στιγμή!

“Εντάξει! Δευτέρα θα πάμε στον εργολάβο. Πειράζει πως θα είναι τα λεφτά;”
“Τι θα πει πως θα είναι; Τα λεφτά είναι λεφτά όπως κι αν είναι.”
“Θέλω να πω... να... τα μαζεύω να εκεί...”

Πήγε πίσω απ το ψυγείο και πήρε ένα πλαστικό μπουκάλι χλωρίνη.

“Τι είναι τούτο παιδάκι μου; Χλωρίνη;” τη ρώτησε με ορθάνοιχτα μάτια η κυραλένη.
“Εδώ τα μαζεύω κυραλένη μου”
“Μέσα στη χλωρίνη; Τι λες παιδί μου;”

Γέλασε ντροπαλά.

“Είναι άδειο το μπουκάλι. Όσα αδειάζουν τα κρατάω. Απ το άνοιγμα χωράει ακριβώς ένα εικοσάρικο. Πήρα το απόβαρο από ένα, το ζύγισα όταν γέμισε και έτσι τα μετράω. Δεν θα πάει ποτέ ο νους του να τα ψάξει εκεί. Αλλιώς τίποτα δεν θα έμενε”

Η κυραλένη απόμεινε να την κοιτάει. Δεν ήξερε να γελάσει η να κλάψει.

“Γι αυτό σου λέω αν πειράζει πως θα είναι. Πως θα τα δώσω έτσι;”

Η κυραλένη σηκώθηκε αποφασισμένη.

“Έτσι θα τα πας! Στα μπουκάλια! Και τα εικοσάρικα λεφτά είναι. Να τα δει κι αυτός πως τα μαζεύεις να θυμηθεί τη φτώχεια του. Ακούς; Μην τα βγάλεις από κει! “
“Μα θα γελάει μαζί μας. Δεν θα δεχτεί. Τι θα τα κάνει τόσα εικοσάρικα;”
“Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Αύριο θα του μιλήσω και Δευτέρα θα έρθω να σε πάρω και θα πάμε. Να πάρεις μαζί σου και τις χλωρίνες! Είναι πολλές; πως θα τις κουβαλήσουμε; Θα φέρω και γώ εκείνη την τσάντα της λαϊκής που αντέχει”

“Εγώ! Εγώ θα τα κουβαλήσω κυραλένη μου. Και θα είναι το πιο ελαφρύ μου άχθος!”

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

λάθος


περίεργη νύχτα. δεν ήταν θλιμμένη. ούτε θυμωμένη. δεν ήταν κάτι. σηκώθηκε μηχανικά να πάει στην κουζίνα να βάλει ένα (ακόμα) ποτό. άκουγε τα παγάκια να πέφτουν στο ποτήρι, σχεδόν ηδονικά. ήταν τα μόνα που είχαν σωστή πορεία. θα έλιωναν.
όσο έβαζε παγάκια για το – δε θυμάται ποιο – ποτό χτύπησε το τηλέφωνο. περίεργη ώρα για να χτυπάει... το σήκωσε στωικά - σχεδόν αδιάφορα. η φωνή στην άλλη άκρη ήταν ήσυχη - σχεδόν οικεία.

γιατί σε νιώθω περίεργα; τι έγινε; / δε βαριέσαι. όλα στο μυαλό μας είναι.

Στο βάθος του μυαλού της έκανε μια μικρή προσπάθεια να βάλει πρόσωπο στη φωνή. Δεν τα κατάφερε αλλά  "δεν έχει και τόση σημασία" σκέφτηκε. Το ποτό θα φταίει.

Η ήσυχη - σχεδόν οικεία φωνή ακούστηκε ανήσυχη - σχεδόν διστακτική...

άννα; εσύ είσαι; / ... δεν είμαι η άννα. κάνετε λάθος / και τα λάθη στο μυαλό μας είναι / αυτά κυρίως. και γώ είμαι η λάθος άννα / ποια είναι η σωστή; / αυτή που καλέσατε / εσάς κάλεσα /μα εγώ δεν είμαι η άννα / άρα δεν είσαστε και η λάθος άννα / το λάθος πάει πάντα με την άννα; / το λάθος πάει στο μυαλό μας απ ότι μου είπατε / είπα ότι όλα είναι στο μυαλό μας. ομως ή άννα σας δεν είναι εκεί. / είσαστε όμως εσείς / άρα και γώ είμαι λάθος / για ποιόν; / για το τηλέφωνό σας / αλλά όχι για το μυαλό μου / το μυαλό σας δεν έχει λάθη; / με μπερδέψατε / εσείς με μπερδέψατε. με την άννα / εσείς ποια είστε; / ένα λάθος στη γραμμή / κι αν είναι κι αυτό του μυαλού; / δεν θα είχε τον ίδιο ήχο το τηλέφωνο / τι ήχο έχουν τα λάθος τηλέφωνα; /ήχο σαν παγάκια που λιώνουν / και το δικό μου τι ήχο είχε; / τον ήχο της λάθος νύχτας. / κι αυτή στο μυαλό δεν είναι; / κι αυτή εκεί είναι... / τώρα, εδώ, τι είναι; / τα παγάκια που λιώνουν

περίεργη νύχτα. δεν ήταν θλιμμένη. ούτε θυμωμένη. δεν ήταν κάτι. ήταν λάθος φωνή σε λάθος τηλέφωνο μια λάθος νύχτα... είχε όμως σωστά παγάκια. Διασκέδασε με τη σκέψη και συνέχισε να χαζεύει τα παγάκια να λιώνουν.

περίεργη νύχτα. δεν ήταν θλιμμένη. ούτε θυμωμένη. Ήταν Εκείνη. Χαμογέλασε στον Εαυτό της συνωμοτικά και σήκωσε το ποτήρι για να πέσει το τελευταίο παγάκι στη γλώσσα της. Όμορφα μουδιάζει... Όμορφα μεγαλώνει. 
καληνύχτα.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

περί γράφω

Αμέσως μετά από τον ορισμό του Πάθους και με αφορμή το σχόλιο του Γιώργου Κατσαμάκη νομίζω πως το κείμενο που ακολουθεί είναι η ιδανική συνέχεια.

"Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδο εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου."

Απόσπασμα από το "Αμούρ- Αμούρ" του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Αφιερωμένο στη Μαρία, που έγινε αιτία και αφορμή να το γνωρίσω. Χρόνια Καλά Μαρία :)

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

περι Παθών - Δύω

Τι μας οδηγεί στα πάθη μας;

Είχε πει ο Freud, αναφερόμενος στο εφήμερο. «Αν κατά τη διάρκεια της ζωής μας παρακολουθούσαμε την μη ανατάξιμη σταδιακή φθορά του σώματος, τότε η σύντομη ύπαρξή μας θα γινόταν πιο ερεθιστική. Ένα λουλούδι ανθίζει για μια νύχτα μόνο, εντούτοις το μπουμπούκι του δε μας φαίνεται λιγότερο όμορφο. (S. Freud, “Το εφήμερο” [13]).

Η προοπτική του εφήμερου οδηγεί σε 2 διαμετρικά αντίθετες συμπεριφορές.
Τη Διέγερση, την αναζήτηση της μέγιστης απόλαυσης, την εμμονή να τα ζήσουμε όλα, πυρηνικά συμπυκνωμένα, χωρίς καμιά σκέψη για τις επιπτώσεις. Αυτή είναι μια συμπεριφορά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πάθος».
Η άλλη, είναι συμπεριφορά άρνησης και απαξίωσης. Καμία αναζήτηση καμίας απόλαυσης. Τίποτα δεν χρειάζεται και δεν επιθυμεί αφού είναι εφήμερο.

Λέει ο Edmond Gillieron στο βιβλίο του «Les psychotherapies breves» : « Αυτές οι δύο στάσεις μπορούν να θεωρηθούν ως ασυνείδητες αντιδράσεις άμυνας στην προοπτική ενός πένθους: έντονη εξιδανίκευση εκείνου που θα χαθεί, ή άρνηση κάθε απώλειας και κάθε επιθυμίας για το αντικείμενο ώστε να διαφυλαχθεί το αίσθημα της ναρκισσιστικής παντοδυναμίας»

Πάλι στη γνώριμη ασφάλεια των ορισμών.

Τι είναι πάθος;
[…Ως «πάθος» μπορεί να χαρακτηρισθεί μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση, κατά την οποία ένα εντόνως φορτισμένο συναίσθημα, συμπαρασύρει τα υπόλοιπα στοιχεία του ψυχισμού (νόηση, βούληση), με αποτέλεσμα να διαμορφώνει και να κατευθύνει σε μόνιμη βάση τη συμπεριφορά του ατόμου για την αυτό-ικανοποίησή του.

Αναφορικά με την ψυχολογία του πάθους, αυτό που φαίνεται να το χαρακτηρίζει πρωταρχικά είναι μια στάση ή εξέγερση και επικράτηση των «κλίσεων» ή «ροπών» έναντι της λογικής.
Η λογική είναι αυτή που «πάσχει» ευρισκόμενη σε κατάσταση ομηρίας στην υπηρεσία του παντοδύναμου συναισθήματος του πάθους. Αυτό το ιδιαίτερο είδος λογικής των παθών, αποκαλούμενο λογική των αισθημάτων ή συναισθηματική λογική, ποδηγειτείται από το συναίσθημα, καθοδηγείται από τη φαντασία και έχει την ικανότητα να φτιάχνει κόσμους αρκετά απόμακρους σε σχέση με την πραγματικότητα…..Η όλη προσωπικότητα υφίσταται αναδιοργάνωση για την εξυπηρέτηση της κυριαρχικής και αποκλειστικής κλίσης και προσήλωσης του ατόμου στο αντικείμενο του πάθους...]
Ι.Γ.Παπακώστας. Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Αιγινήτειο Νοσοκομείο.

Το Πάθος που διώκεται...  

Τα Σέβη μου

περι Παθών Ι



Δεν θα μπορούσα να προσθέσω λόγια δίπλα του. Τα λέει όλα.  Ας πούμε ότι είναι "εισαγωγή".

update. Το περί παθών και ήπατος, έγινε σκέτο. αφαίρεσα το ήπαρ απ τον τίτλο.  Δεν είναι μέρα για ανάλυση "φυσιολογικών" λειτουργιών.  ας μείνω στην ανατομία του πάθους.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

αποσπάσματα


Δε θα σου πω για όλες τις διακυμάνσεις που πέρασε η σκέψη μου σχετικά μ αυτό το γράμμα, γιατί όλες οι μνήμες που προσπαθώ να ζωντανέψω τώρα, ίσως σου είναι αδιάφορες. Πιθανόν όλα τούτα ζούσαν στα βάθη του δικού μου μονάχα μυαλού, σε μορφή επιθυμίας που δεν εκπληρώθηκε, κάτι σαν σχέδια περίπου, φαντάσματα αγκιστρωμένα στο μεταίχμιο πραγματικότητας και αυταπάτης.

...Είναι μαθηματικά εξακριβωμένο πως, μετά την πραγμάτωση των επιθυμιών, η μνήμη ρίχνεται σ΄ ένα φιλάρεσκο αγώνα για ν΄ ανασύρει σημάδια και μηνύματα του παρελθόντος, που αναδρομικά πια φαντάζουν σαν μικρές προφητείες, χρήσιμες να ερμηνεύσουν την παρούσα κατάσταση.

... Η δική μας όμως σχέση – άν όλο αυτό το τεμάχισμα της γνωριμίας μας μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι – δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, μα αυτό δεν εμποδίζει νομίζω να σου γράψω. Κινιέμαι από ένα είδος παράδοξου χρέους, χρησιμοποιώντας σαν αφορμή τα μισόλογα και τα βλέμματα της τελευταίας μας συνάντησης. Λέω “τελευταία” για να της δώσω ένα σταθερό χαρακτηριστικό, αφού η ίδια από μόνη της έχει τόση ρευστότητα.

... Στα σοβαρά με νοιάζει να ανακαλύψω το στοιχείο που ξέφυγε απ τη δική μας περίπτωση, εμποδίζοντας έτσι να γίνει αυτή η πολύπλοκη χημική ένωση των αισθημάτων.
Φυσικά το υποψιαζόμασταν κι οι δύο, πως το αίσθημα που άρχισε να γεννιέται, ανήκε στην κατηγορία των αποτυχημένων. Αν τα αισθήματα μολύνονται από ασθένειες, τολμώ να χαρακτηρίσω το δικό μας «λευχαιμικό». Η κοινωνική προβολή χτυπάει τη φλέβα τους και τα σκοτώνει θάλεγα, κι αυτό είναι μια εξήγηση που θα ικανοποιούσε τους «πολλούς» κι ίσως κι εμάς, αφού όλοι οι άνθρωποι έχουν στιγμές που είναι «λογικά τετράγωνοι». Μερικές φορές όμως αμφιβάλλω μ αυτή την ερμηνεία, ανακαλύπτοντας πως τα εμπόδια δεν είναι ούτε κοινωνικά, ούτε ψυχολογικά.

... Τότε σκέφτηκα κι εγώ πως η παρουσία του χρόνου βρισκόταν μόνο στα μαλλιά ή στα σώματά μας αλλά ποτέ στη συνείδησή μας. Μετά έφευγες και τα ξεχνούσα όλα.

"Αποσπασματική Σχέση", Ελένη Λαδιά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1979

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

17 ΝΟΕΜΒΡΗ

jameson



Καθόταν στην ξύλινη μπάρα και χάζευε τους θαμώνες. Παίζει συχνά με τα βλέμματα που πάνε κι έρχονται σαν σαΐτες μπροστά στα μάτια της. Που και που κάνει ελιγμούς για να αποφύγει την πρόσκρουση της αδιακρισίας της, παίζοντας τα παγάκια με τα δάχτυλά της. Σηκώνει το ποτήρι να σταλάξει τις τελευταίες σταγόνες μαζί με το παγάκι. Παίζει μαζί του να νιώσει το μούδιασμα στη γλώσσα της. Η γυναίκα πίσω απ το μπάρ κοιτάει το άδειο ποτήρι και της κάνει νόημα αν θέλει να το γεμίσει. Η απάντηση ακούγεται σαν μονόλογος “αφού το θέλησε η μοίρα, θα υποταχτώ”. Η γυναίκα έγνεψε χαμογελώντας. Το κορίτσι που καθόταν δίπλα της γύρισε και την κοίταξε με την έξαψη των νέων μπροστά στην επανάσταση. -“δεν πρέπει να το κάνετε αυτό!” - “ποιο;” τη ρώτησε ήσυχα. -“δεν πρέπει να υποτασσόμαστε στη μοίρα μας!” της είπε με πάθος νεότητας 25 ετών.
“Μα γιατί; η δική μου, μου φέρεται υπέροχα...” της απάντησε με μουδιασμένη γλώσσα κι έκανε ελιγμό να αποφύγει φλεγόμενη σαΐτα που ερχόταν απ την άλλη μεριά της μπάρας.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

The Dark of the Blue

Όλα αλλάζουν. Και αφήνομαι να με παρασύρουν. Μαζί τους παρέσυραν κι αυτή τη γωνιά. Έτσι αποφάσισα μερικές αλλαγές.
Στα χρώματα για να ταιριάζουν με τις εμμονές και τα ρούχα μου.
Στο όνομα, για να ταιριάζει με την ανύπαρκτη πλευρά των πραγμάτων.

Σας καλωσορίζω στη καινούργια  έλλειπτική μου πορεία...

Μια τέτοια αλλαγή δεν θα μπορούσε να μην έχει μουσική υπόκρουση...

Κυρίες...
Κύριοι...
Καθίστε αναπαυτικά.... πέφτουμε! 

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Έρωτας

Να σου γλείψω τα χέρια να σου γλείψω τα πόδια
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών, 
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί. 


Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδόσεις Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Είμαι Κοινωνικά Ευαίσθητη εγώ!

Καλοκαίρι ώρα 4 απόγευμα. Ζέστη, κούραση, ανυπομονησία να φτάσω σπίτι να πάρω μια ανάσα. Πρώτος γύρος για παρκέρα. Τίποτα.
Δεύτερος γύρος. Κενή θέση σε ράμπα.
Δίλημμα. Όχι δεν θα το βάλω εδώ.
Τρίτος γύρος. Σε κάθε γύρο προσθέτω και ένα τετράγωνο. Ξαναπερνάω από τη ράμπα. Σταματάω με αλάρμ.
Φωνές διαμαρτυρίας στο μυαλό μου. «Όχι, δεν είναι σωστό! Κι αν περάσει κάποιος και του έχω κλείσει το δρόμο;»
Ταυτόχρονα με την τελευταία σκέψη το βλέμμα μου πέφτει στο ρολόι του αυτοκινήτου. 4.30
«Ποιος θα περάσει τέτοια ώρα καλοκαιριάτικα;»
Άρχισα τις εκπτώσεις. «Θα κάνω ένα μπάνιο να πάρω μια ανάσα και θα έρθω να το πάρω να το βάλω αλλού»
Ξανά η ίδια κίνηση των ματιών μου. 4.32. «Ποιος θα περάσει τέτοια ώρα;»

Η ανοησία νίκησε. Πάρκαρα. Ώσπου να φτάσω σπίτι το είχα ξεχάσει. Μετά το μπάνιο είχα δικαίωμα ως κουρασμένη εργαζόμενη να κλείσω λίγο τα μάτια μου. Πέρασε μια φευγαλέα σκέψη για το αυτοκίνητο και την κοίμισα με το επιχείρημα της ώρας και της ζέστης.

Η παραπάνω σκηνή είχε επαναληφθεί αρκετές φορές. Είτε ήταν 4 το μεσημέρι είτε ήταν 12 το βράδυ (τέτοιες ώρες συνήθως έψαχνα παρκέρα).
Κάθε φορά η ίδια ηλίθια δικαιολογία στις φωνούλες μέσα μου. «Ποιος θα περάσει τέτοια ώρα;»
Υπήρχαν και κάποιες άλλες που αντιστάθηκα και έτσι χάιδευα τις ενοχές μου.

Αν γινόταν καμιά σχετική κουβέντα σε παρέα για την ανύπαρκτη παιδεία μας και για το απαράδεκτο παρκάρισμα σε ράμπες και για την πρόσβαση των ΑμΕΑ, υπερθεμάτιζα. Αστραπές και βροντές οι λόγοι μου για την αποκατάσταση του δικαίου των αναπήρων. Είχα λόγο και άποψη! Είμαι κοινωνικά ευαίσθητη πολίτης εγώ! Πέρασαν χρόνια και τα ΄φερε έτσι ο καιρός (τώρα, καιρός τα έφερε, γιατρός τα έφερε, το σύμπαν που λένε ότι κάνει συνομωσίες τα έφερε, θεός με μαύρο χιούμορ τα έφερε, δεν ξέρω να πω), που μπήκε στη ζωή μου και στο σπίτι μου ένα «αναπηρικό αμαξίδιο». Έγινε μέρος της καθημερινότητάς μου να «οδηγώ» ένα αναπηρικό καροτσάκι.

Ένα καλοκαιρινό Κυριακάτικο απομεσήμερο, σκέφτηκα ότι θα έχει ησυχία και ήταν καλή ευκαιρία να βγω για μια βόλτα με τη μάνα μου. Να πάμε σε ένα καφέ εδώ κοντά να την κεράσω πορτοκαλάδα. Δεν θα είχε κόσμο, δεν θα μας κοίταζαν με λύπη. Δεν ξέρω αν αυτό με πείραζε για κείνη η για μένα. Δεν το άντεχα αυτό το βλέμμα... (Δεν ξέρω αν το καταλάβαινε. Έτσι ήθελα να πιστεύω άρα έτσι θα ήταν).
Κάνω ένα γύρο να βρω χώρο να κατεβάσω το καροτσάκι. Τίποτα. Κανένα κενό. Ούτε για να χωρέσουμε στο τσάκ. Ούτε αν μάζευα τα χέρια της μέσα απ τα χερούλια...
Κάνω και δεύτερο γύρο. Φτάνω στο σημείο που το πεζοδρόμιο έχει ράμπα. Παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Θυμώνω, μα δε λέω τίποτα.
Απέναντι στεκόταν κάποιος που με κοίταζε.
Κάνω και τρίτο γύρο. Καταλήγω πάλι στη ράμπα.
Εκείνος εκεί. Στο ίδιο σημείο να με κοιτάει. Είμαι θυμωμένη.
Σκέφτομαι διάφορα πράγματα να κάνω στο αυτοκίνητο που μου πήρε τη χαρά να την κεράσω πορτοκαλάδα. (ούτε αυτό ξέρω αν θα το καταλάβαινε αλλά κάποτε χαιρόταν). Να του γράψω σε ένα χαρτί κάτι κακό; Να του σκάσω τα λάστιχα; Τίποτα δεν έκανα.
Κοιτάω τον κύριο απέναντι. Κουνάει το κεφάλι του.

- Μα είναι δυνατόν να πάρκαρε εδώ;; λέω δυνατά!
- Εμ που να φανταστεί ο χριστιανός ότι θα περάσει κάποιος τέτοια ώρα καλοκαιριάτικα….

Έκρηξη έγινε στο μυαλό μου.
Έσκυψα το κεφάλι.
Γύρισα σπίτι και έκλαψα βουβά ζητώντας συγνώμη από τη μάνα μου…


Υ.Γ. Πως μούρθε να ανεβάσω αυτό το κείμενο; Με αφορμή την ανάρτηση του Τσαλαπετεινού που με πόνεσε.
Υ.Γ. Νάταν οι ράμπες το μόνο που δείχνει την κοινωνική μου αναισθησία, καλύτερος που θα ήταν ο κόσμος! 

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Αναμονή...


Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου , με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.

Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου
τα χέρια σου δύο μικρά τρυφερά καβούρια.

Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, πού’ ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.

(Αποσπάσματα απ τη συλλογή της Μάτσης Χατζηλαζάρου "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης" που περιέχονται στον τόμο  "Ποιήματα 1944-1985", των εκδόσεων Ίκαρος.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

όταν η τέχνη αντιγράφει τη ζωή...

Τα σχόλια δικά σας...   (είναι λίγο έντονα τα παιδιά οπότε χαμηλώστε πρώτα την ένταση μη μου πάθετε και από τον ήχο. Φτάνει η εικόνα...)


Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Συμφέροντα;

Η Εξυπηρέτηση των συμφερόντων

Ο βασικός λόγος που μας υποχρεώνει να υπηρετούμε τα συμφέροντα είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός από σκέψεις δεν είναι δυνατόν να γίνουν, γιατί είναι αντίθετες στα συμφέροντα αυτών που σκέφτονται. Όταν δεν μπορούμε να υπηρετήσουμε τα συμφέροντα είναι ανάγκη να τα δείχνουμε και να τονίζουμε την πολλαπλότητά τους. Μονάχα έτσι μπορεί αυτός που σκέφτεται να κάνει σκέψεις που υπηρετούν τα συμφέροντα των άλλων, γιατί πιό εύκολα μπορεί κανείς να σκέφτεται τα ξένα συμφέροντα παρά να ζεί δίχως συμφέροντα"

Μπέρτολτ Μπρέχτ, Ιστορίες του κ. Κόυνερ, εκδόσεις Θεμέλιο.

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Παραφράσεις...

Παραφράζοντας Σουρή...

"Η Ελλάδα έγινε βάρκα και οι πόδες της ιστοί κι η Ευρώπη εις το μέσον ισχυρώς κοπηλατεί!"


Επιστολή Μέλλοντος


Αγαπητέ αναγνώστη (κλεμμένη ατάκα), αν νόμισες προς στιγμήν ότι εντρυφώ μόνο σε αναγνώσματα της εποχής μου (του προ προ ηγούμενου αιώνος δηλαδή), έπεσες έξω. ¨Έχω πηγές και στο μέλλον. Έτσι ανακάλυψα και αυτό που ακολουθεί. Η δεοντολογία προς τον δημοσιογράφο του μέλλοντος, δε μου επιτρέπει να αναφέρω τη μελλοντική πηγή μου. (η ομοιότητα που ίσως παρατήρησες με άρθρα του προ προ ηγούμενου αιώνος είναι παραπλανητικές)
Σήμερα λοιπόν, έχοντας συναίσθηση των ιστορικών στιγμών που ζούμε, δίνω στη δημοσιότητα, το γράμμα που θα αποστείλει η Ελλάς προς τους εταίρους της, σε ανύποπτη στιγμή στο (εγγύς;) μέλλον!.

Ιδού η επιστολή:

“Ειρωνία και οίκτος προς την φυλήν μας, διαφαίνονται εν τοις υφ υμών απαιτήσεις. Ησυχάσατε! Τούτο δεν είνε και τόσον αβρόν δι΄ ηγέτας, εκτός άν δι΄αυτού του μέσου ζητήτε... δεσπότην!
Η Ευρώπη υπεδούλωσε κατ αρχάς την Ελλάδαν διότι την είδεν υλικώς ασθενεστέραν αλλ΄έπειτα, ανεγνώρισεν την ιδικήν της ηθικήν αδυναμίαν και ετέθη η ιδία υπό τας αλύσσεις τας οποίας δι αυτήν εσφυρηλάτησε. 
Σείς, οι κατειρωνευόμενοι ημών, πιθανόν να επάθατε εκ των ιδιοτροπιών ημών, ή υποκρίνεσθε ότι επάθατε δια να γίνητε συμπαθέστεροι. Αυτά τα γνωρίζομεν... όπως ειξεύρομεν επίσης, οτι αι ιδιοτροπίαι μας είναι ο σκοπός της ζωής σας. 
Μας νομίζετε ως πλάσματα ανάξια σπουδαίας τινός σκέψεως ή προορισμού. Αστείοι! 
Ημείς σας επλάσαμεν τοιούτους και σας αφήσαμεν την υπεροχήν διότι θέλομεν να νικώμεν και υπηρετώμεθα ουχί από κατωτέρους ή ίσους αλλ΄από ανωτέρους.

Μεθ υπολήψεως
Η φυλή των Ελλήνων.

ΥΓ προς τον αναγνώστη. Ναι καλά κατάλαβες. Η προηγούμενη ανάρτηση ήταν για να σε εξοικειώσει με τη γλώσσα.  

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

flerting

Δημόσιο φλέρτινγκ σε εφημερίδα του 1884!
Εγώ το απόλαυσα. Ελπίζω και συ!


Υ.Γ.άσχετο! Μόλις πριν μερικά λεπτά, ανακοινώθηκε ότι ο κ. Λουκάς Παπαδήμος είναι ο νέος Πρωθυπουργός της εΛΛάΔας.

update της επόμενης μέρας: A! Τελικά ο κ. Λουκάς Παπαδήμος δεν είναι ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας!. To flerting συνεχίζεται....