Σελίδες

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ιδανικά;

ΙΘΑΚΗ

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουν πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά...
Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;
Ντίνος Χριστιανόπουλος 

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Παράδοξα Ουσιαστικό

Να μένεις στα ουσιαστικά. Να ψάχνεις την ουσία...
Και σαν υπάκουο παιδί αναζητούσα την ουσία. Αυτό με ψήλωνε, με έκανε να νιώθω μοναδική και ιδιαίτερη. Μέχρι που έγινα ανυπάκουη ενήλιξ και σταμάτησα να ψηλώνω. Κι όσο δεν ψήλωνε ο νους δεν ήξερα που να βρω την ουσία, που να αναζητήσω το ουσιαστικό.

Ίσως έχεις καταλάβει ότι κανόνες μου ορίζουν τη ζωή. Ίσως έχεις καταλάβει ότι όταν οι λέξεις μου στενεύουν, γίνομαι σχήμα λόγου – το κατ εξοχήν. Κι όταν χάνω τον ορισμό μου τρέχω στους κανόνες μπας και βρω πως με ορίζουν οι ειδικοί και οι ειδήμονες.

Εν αρχή ην ο Λόγος. / Πρωταρχικά είναι η λογική;
  1. Το ουσιαστικό είναι μέρος του λόγου. / το ουσιαστικό είναι μέρος της λογικής
  2. Τα ουσιαστικά χωρίζονται σε κύρια και κοινά. / και κύριο και κοινό στην ουσία δεν υπάρχει; Ή το ένα ή το άλλο; Το κυρίως ουσιαστικό για μένα δεν μπορεί να είναι και κοινά ουσιαστικό
  3. Τα Κύρια Ουσιαστικά είναι Ονόματα. / Οι ανώνυμοι αποκλείονται
  4. Τα Κύρια Ουσιαστικά αρχίζουν με Κεφαλαίο. / πεζή αρχή μη επιτρεπτή; 
  5. Τα Κύρια Ουσιαστικά δεν έχουν πληθυντικό. / Στα Κύρια δε μπορούμε να είμαστε μαζί
  6. Τα κοινά, δείχνουν (δεν είναι) πράγματα και πρόσωπα και τόπους και αφηρημένες έννοιες και καταστάσεις. / ...;
  7. Κάθε ουσιαστικό έχει μια κατάληξη, η οποία εξαρτάται: / χωρίς κατάληξη δεν υπάρχει ουσία; 
  8. Από το γένος. / Η γενιά μου και το γένος μου θα ορίσει την κατάληξη της ουσίας; 
  9. Από τον αριθμό. / Το πόσοι είμαστε θα ορίσει την κατάληξη της ουσίας; 
  10. Από την πτώση. / Από το είδος της πτώσης μου εν τέλει ορίζεται και το αν υπήρχε το ουσιαστικό στην πορεία μου
Αν θέλω να βρω το ουσιαστικό που αναζητώ πρέπει:
  • να μην είμαι μέσα στο ανώνυμο πλήθος; 
  • να ξεκινάω Πάντα Με Κεφαλαία; 
  • να είμαι πάντα ενική; 
  • να κρύψω τη γενιά μου - να αγνοήσω το γένος μου; 
  • και – εν τέλει - να προετοιμάσω την πτώση μου...

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Επτά πράγματα για μένα...


Επτά πράγματα για μένα…  Έτσι λέει το παιχνίδι στο οποίο με προσκάλεσε το Φαούδι.

Ναι , είναι αλήθεια πως όλοι μας, σε κάθε γραμμή που γράφουμε, βάζουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Άλλοτε κρυμμένο άλλοτε ολοφάνερο. Άλλοτε αληγορικά κι άλλοτε ξεκάθαρα. Μα η πρόκληση για καταγραφή με τέτοιο τρόπο ομολογώ με ζόρισε λιγάκι.

Θέλω να σας πω λοιπόν, ότι νιώθω αμηχανία.  Προσπάθησα να είμαι σαφής και έντιμη.

1. Νιώθω παραφορά παράνομου έρωτος με :  Τις καταιγίδες, τις λέξεις, τα συνωμοτικά βλέμματα και ψιθύρους των εραστών και τη Σαλονίκη.

2. Νιώθω συγκίνηση με: Το γέλιο του συντρόφου μου, τους φίλους μου, τα νέα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τη δουλειά μου, τις γειτονιές της Αθήνας, την καλή πρόθεση και με αρκετά βιβλία.

3. Νιώθω την εύνοια των θεών:  για τη μάνα που είχα, για τους ανθρώπους που πέρασαν απ τη ζωή μου, για το σύντροφό μου, για τους φίλους μου.

4. Νιώθω χαρά: με τις λέξεις, τα παιχνίδια (με καλύτερη την παντομίμα), τα γέλια, τις βροχερές μέρες, το να λιάζομαι σαν τραχανάς σε ήλιο τον χειμώνα, το να χαζεύω τους ανθρώπους, να διαβάζω τα μικρά πολύτιμα μαργαριτάρια στα μπλογκάκια, να συναντώ συγγραφείς που κρυφοκοίταξαν μέσα μου και βεβαίως με τα τρυφερά πειράγματα των αγαπημένων.  

5. Με φοβίζουν: οι βροντές, η απώλεια της υγείας μου, η πιθανότητα να μείνω άστεγη, τα άδεια βλέμματα.  

6. Νιώθω απόλυτη την ανάγκη για : ανάσες,  τα δώρα που έρχονται στο δρόμο μου με τη μορφή ανθρώπων, χρόνο και χώρο για να κάνω ησυχία.

7. Και τέλος… η ισχυρότερη απ τις αισθήσεις μου είναι η αφή μου.  Στ ακροδάχτυλα συναντώ απρόσμενες αλλά και απέλπιδες εντάσεις και συγκινήσεις.


Θα ήθελα να προσκαλέσω στο παιχνίδι κάποιους, που θα ήθελα να τους διαβάσω σε μια τέτοιου είδους "αποκάλυψη". Θα ήθελα λοιπόν λίγο χρόνο να το σκεφτώ και θα επανέλθω με τις προσκλήσεις. 

Σημείωση: Σήμερα έγινε η μεγάλη και συγκλονιστική πορεία στο κέντρο της Αθήνας. ΄΄Ενιωσα και ταραχή και συγκίνηση και θυμό και φόβο και αγανάκτηση και ελπίδα και λαχτάρα και χαρά. Όλα τα ένιωσα... 
Δεν θέλω να πώ τίποτα περισσότερο γι αυτό, γιατί νιώθω πως ό,τι και να πω θα είναι λίγο. 

Καλή σας Νύχτα!


Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Εγώ δε σφίγγω άλλο...


Στα χωριά πράματα λένε τα ζώα και ειδικότερα τα γιδοπρόβατα. Πιστεύουν μάλιστα ότι αν τους δώσεις αλάτι μέσα στην τροφή τους και πιο νόστιμα γίνονται και παχαίνουν – (άρα ζυγίζουν και πιο πολύ – σκέφτηκα εγώ). Όταν λοιπόν έχουν πρηστεί αρκετά λένε “σφίξαν τα πράματα” και τα παν για σφάξιμο.

Λες να μας πουλήσουν με το ζύγι; 

Υ.Γ. Μήπως να κόψουμε το αλάτι; 

Γηροκομεία

- α, ήρθες; ωραία
- γιατί τι έγινε;
- έγινε ότι τελείωσαν τα ψέματα.
- τι έπαθες;
- θέλω να μιλήσουμε και μάλιστα πολύ σοβαρά.
- τι θέλεις να πούμε; έγινε κάτι;
- ναι έγινε το ότι δεν μπορώ άλλα παραμύθια
- τι παραμύθια; από ποιόν;
- από σένα
- τι παραμύθι σου είπα;
- θέλω να μου πεις καθαρά και ξάστερα γιατί δεν παντρεύεσαι
- πως σούρθε;
- έμαθα ότι χώρισες πάλι
- ναι χώρισα. τρέχει κάτι;
- ναι τρέχει το γιατί
- γιατί δεν πήγαινε άλλο. δεν κατάλαβα; έλεγχο μου κάνεις;
- όχι κανέναν έλεγχο. θέλω μια καθαρή απάντηση. γιατί δεν παντρεύεσαι;
- οκ... θες μια απάντηση; θα την έχεις
- ακούω
- δεν παντρεύομαι επειδή έμαθα ότι δε μπορώ να κάνω παιδιά
- .....................
- .....................
- δεν πειράζει. τα γηροκομεία γεμάτα από γονείς είναι. πεινάς; το φαΐ είναι έτοιμο.
- τι φαΐ;
- γιουβαρλάκια

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Μούτζα, ασβόλη και κουρά… και μεις στις καπότες (;)


Προειδοποίηση: Το παρακάτω κείμενο είναι αυτό που λέμε “ό,τι νάναι”. Η θα έγραφα για ό,τι με θυμώνει ή για ό,τι με πληγώνει ή για ό,τι με φοβίζει. Προτίμησα το “ο,τι νάναι”. Καλή ακρόαση!

Οι Λέξεις του τίτλου όσο “ατάκτως εριμμένες” κι αν φαίνονται, εντούτοις συνδέονται μεταξύ τους – τουλάχιστον στον δικό μου ασυνάρτητο τρόπο σκέψης...
Τους εννοιολογικούς συσχετισμούς τους αφήνω σε σας.

Στο Βυζάντιο λοιπόν, τους κλέφτες, τους δειλούς, τους μέθυσους, τους μοιχούς, τους προδότες και άλλους, είτε ήταν απλοί πολίτες είτε εξέχουσες προσωπικότητες, τους διαπόμπευαν.
Η διαπόμπευση σε πλατείες και δρόμους ήταν από τα πιο αγαπημένα θεάματα των βυζαντινών.
Είναι αυτό που λέμε “είδα τις πομπές σου”.

Πράξη πρώτη της “τελετής” διαπόμπευσης ήταν το κούρεμα, το οποίο ήταν πολύ μεγάλη προσβολή για τον ένοχο. Το «κουρεύω» οι βυζαντινοί το έλεγαν και «κουράζω». Η Διαπόμπευση εκτός από εξευτελιστική διαδικασία ήταν και ιδιαίτερα κοπιώδης γιατί τον τιμωρημένο, κατά τη διάρκεια της “τελετής”, τον χτυπούσαν κιόλας. Από τότε το «κουράζω» έγινε συνώνυμο του «καταπονώ».
Από κει βγαίνουν και οι φράσεις «Άντε να κουρεύεσαι» ή «Αστον να κουρεύεται» που σημαίνουν ότι κάποιος είναι τόσο αχρείος ώστε του αξίζει το κούρεμα (άρα η διαπόμπευση).

Πράξη δεύτερη.
Για να διασκεδάσουν το κοινό που παρακολουθούσε τη διαπόμπευση και να γελοιοποιήσουν τον τιμωρούμενο, άλειφαν το πρόσωπό του με ένα είδος καπνιάς (φούμο), την «ασβόλη». Τον «αποσβόλωναν». Το ρήμα «αποσβολώνω» είναι αντίστοιχο του αρχαίου «προπηλακίζω». Σύμφωνα με το λεξικό του Σουίδα, «Προπηλακισμός: ύβρις είρηται δε από τον πυλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων».
Σχετικές φράσεις το “έμεινε αποσβολωμένος”, “έφυγε αποσβολωμένος” κ.λ.π
Την «ασβόλη» την έλεγαν και «μούτζα» που σημαίνει μουντό χρώμα αλλά και παλάμη μουτζουρωμένη από στάχτη. Προέρχεται ίσως από το «μούζα = μαυρίλα» ή από το μούντα, μουντός.
Την ασβόλη την έπιαναν με όλη την παλάμη και την άλειφαν στο πρόσωπο με ανοιχτά τα δάχτυλα. Έτσι προέκυψε, η παλάμη με ανοιχτά δάχτυλα, να είναι υβριστική χειρονομία.
Σχετικές φράσεις είναι «κοίτα μη με μουτζουρώσεις = κοίτα μη με προσβάλεις» ή «έφυγε μουτζουρωμένος= έφυγε ντροπιασμένος»
Όταν ο ένοχος είχε διαπράξει πολύ μεγαλύτερο παράπτωμα, όπως συνωμοσία κατά του λαού... ουπς... - του Αυτοκράτορα λέει - ή προδοσία, τότε πριν την «πομπή» του τον τύφλωναν. Δηλαδή είχε και μούτζες και τύφλες. Με μια λέξη ήταν «μουρτζότυφλος» ή «μούρτζουφλος».
Έτσι η μούτζα σήμαινε τύφλα και το αντίστροφο.

Πράξη άσχετη
Στις καπότες! Στις καπότες!”
Φράση βγαλμένη απ τη ζωή των κλεφτών και των αρματωλών. Κάθε φορά που το καραούλι αντιλαμβανόταν κίνδυνο, φώναζε “στις καπότες”, που θα πει “γρήγορα να φύγουμε”. Οι κλέφτες έπαιρναν τις κάπες (ναι, από κει βγαίνει) από κει που τις είχαν κρεμασμένες και έφευγαν αμέσως!

Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, καταστάσεις, πομπές και κάπες δεν είναι καθόλου συμπτωματική!


Οι πηγές μου:
1. Τάκη Νατσούλη «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» Εκδ. Σμυρνιωτάκη
2. Το ημερολόγιο της Γιαγιάς μου. Έκδοση μοναδική και χειρόγραφη.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Ας ξημερώσει ανάσα

Όχι από συμπόνια, όχι από λύπηση, όχι από την επίγνωση ότι έρχεται και η δική μου ώρα...  Μόνο για την ελπίδα ότι δεν είμαστε μόνοι μας... Πιο πολύ για τα σχόλια παρά για το ίδιο το ποστ κι ας είναι το πιο σημαντικό επί της ουσίας.

http://typosnyxterinos.blogspot.com/2011/10/blog-post.html

Ταπεινά τα Σέβη μου...

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια ερώτηση...


Έλα! Έλα κάτσε, να εδώ κοντά, να σου πω μια ιστορία...

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα κοριτσάκι...
Ήταν δεν ήταν 8, άντε το πολύ 9. Η μάνα της δεν είχε τελειώσει ούτε καν το δημοτικό. Και όσες τάξεις έβγαλε ήταν προπολεμικές. Ένας παπάς τους έκανε μάθημα. Η μάνα ήταν απ τις αγαπημένες του μαθήτριες. “Την άρεζε το διάβασμα” και την έδινε βιβλία.

Το απόγευμα εκείνος έκανε μεγάλη φασαρία και έφυγε πολύ θυμωμένος. Την είχε μαλώσει άσχημα. Με το γνωστό τρόπο. Φώναζε, έβριζε... απειλούσε θεούς και δαίμονες. Τελικά κοπάνησε την πόρτα πίσω του και έφυγε. ¨Ηταν πολύ τρομαγμένη. Δεν είχε καταλάβει και πολύ καλά γιατί της φώναζε αλλά δεν είχε σημασία. Η τρομάρα υπήρχε και χωρίς τα υπόλοιπα. Η μάνα της είπε να μη σκάει γιατί πάντα έτσι έκανε. Έβρισκε αφορμή να τσακωθεί πριν φύγει απ το σπίτι για να πάει να παίξει χαρτιά και να μη μπορεί να του πει κάτι. Φαινόταν πολύ σίγουρη όταν το έλεγε αυτό αλλά όταν είσαι 8 άντε το πολύ 9, οι φωνές ακούγονται πιο δυνατές και οι απειλές μοιάζουν με τέρατα.
Πέρναγε η ώρα. Ήταν ανήσυχη. Έμπαινε – έβγαινε στην κουζίνα. Κοιτούσε το ρολόι, είχε φόβο στα μάτια της. Η μάνα το είδε. Άφησε το μαγείρεμα και πήγε τάχα να πάρει μια ανάσα στο δωμάτιο. -Τι έχεις; / - τίποτα / - Εμένα γιατί μου φαίνεται που κάτι έχεις; / - δεν ξέρω / -Φοβάσαι να μη γυρίσει; / -ναι / -Και τι φοβάσαι; θα έρθει, θα φάει θα πάει να κοιμηθεί / - κι άμα είναι ακόμα θυμωμένος; / - Αν είναι, θα είναι επειδή θα έχασε στα χαρτιά. Εσύ να μη σκας. / - κι αν με μαλώσει πάλι; / - Αυτό φοβάσαι; να μη σε μαλώσει; / - ναι / - Και τι άλλο; / - δεν ξέρω / - Έλα να μιλήσουμε να δεις που είναι χαζομάρα να φοβάσαι. Σκέψου τι φοβάσαι πιο πολύ. Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει; Να σε μαλώσει; / - ναι / - Ε και; πρώτη φορά θα είναι που φωνάζει; Να μην ακούς τι λέει. Να ανοίξεις το βιβλίο σου και να κάνεις που διαβάζεις. / - κι άμα... / - Κι άμα τι; τι είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει; / - να με... / - Να σε δείρει; / - ναι / - Εγώ τι είμαι εδώ; δεν θα τον αφήσω. Λιοντάρι θα γίνω άμα σε πειράξει. Θα τον κατασπαράξω. / - άμα δείρει εσένα; / - Μη σκας για μένα. Ξέρω τι να κάνω εγώ. Τι άλλο είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει; /- αν με σκοτώσει; / - ΄Αμα σε σκοτώσει δεν θα καταλαβαίνεις τίποτα αλλά μετά θα τον σκοτώσω εγώ. Τι άλλο είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει; / - είναι νύχτα έξω / - Φοβάσαι να μη σε διώξει απ το σπίτι; / - ναι / - Άκου! Άμα σε διώξει – και πες ότι εγώ δε μπορώ να κάνω κάτι αμέσως, και συ είσαι ξαφνικά μόνη σου στο δρόμο. Τι θα κάνεις; / - δεν ξέρω / - Μη λες δεν ξέρω. Κοίτα με και χαμογέλα λίγο. Μην αφήνεις φόβο μέσα σου. Σκέψου. Που μπορείς να πας; / - δεν ξέρω σου λέω / - Μην τρομάζεις και σκέψου. Μπορείς να πας στη Μαρία, στον θείο Λευτέρη, στη Βαγγελία, σε ένα σωρό κόσμο. Μόνο για ένα βράδυ. Μπορείς να πας σ αυτούς; / - ναι μπορώ / - Ωραία. Και την άλλη μέρα θα έρθω και γώ και θα νοικιάσουμε ένα ωραίο σπίτι και θα μένουμε οι δυο μας ήσυχα. Σ αρέσει έτσι; / - εσύ γιατί θα μείνεις εδώ; φοβάμαι. / - Δεν είπα ότι θα μείνω. Αλλά εσύ να ξέρεις τι θα κάνεις. Τι άλλο είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει; / - δεν ξέρω / - άκου με... όταν φοβάσαι – ότι κι αν είναι αυτό που φοβάσαι, πάντα να ρωτάς τον εαυτό σου, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει. Μετά να βρίσκεις τι θα κάνεις μ αυτό το χειρότερο. Και θα δεις που ποτέ δεν θα έρθει αυτό το χειρότερο γιατί ότι κι αν γίνει θα είσαι έτοιμη. Όσο για σήμερα, να μη φοβάσαι. Τίποτα δεν θα γίνει. Θα γυρίσει στο σπίτι, θα φάει και θα πάει να κοιμηθεί. Δεν είναι κακός. Άρρωστος είναι. Άκου με. Ξέρω τι σου λέω.

Γύρισε, της έφερε σοκολάτα, έφαγε αμίλητος και πήγε για ύπνο.

Πέρασαν πολλά χρόνια. Την κουβέντα αυτή την είχε ξεχάσει. Μια μέρα, βρήκε φιρμάνι γυρίζοντας σπίτι. Δεν έχει σημασία τι θα έχανε. Σημασία έχει που ένιωσε φόβο. Φόβο σαν εκείνον. Και ξαφνικά μίκρυνε... και ξαφνικά ο κόσμος μεγάλωσε πολύ και δεν τον σήκωναν οι ώμοι της. Και κείνος ο φόβος την κρύωνε... Και τότε... τότε της ήρθε στο μυαλό μια ερώτηση. Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει; τα σκέφτηκε όλα τα χειρότερα που μπορούσαν να γίνουν. Τα απάντησε όλα. Χαμογέλασε. Γαλήνεψε... Είχε περάσει για τα καλά μέσα της εκείνο το μάθημα της μάνας που δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό.

Δεν έχει σημασία από πού έρχεται αυτή η ιστορία ούτε ποιος την είπε, ούτε ποιος την έζησε. Σημασία έχει μια και μόνη ερώτηση. Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να γίνει;

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Έκλεισε...


Πέρασα την προηγούμενη βδομάδα... κλειστό! Ίσως κάνουν ανακαίνιση... σκέφτηκα με μια ελπίδα στη σκέψη.
Ξαναπέρασα την Κυριακή... κλειστό! Άρχισαν να με ζώνουν φίδια. Πόσο καιρό μπορεί να κρατάει μια ανακαίνιση;
-Θα ρωτήσω τον περιπτερά, μου είπες.
Καθίσαμε παρακάτω. Ρίχναμε ανήσυχες ματιές. Πόσο κρατάει μια ανακαίνιση ρε γαμώτο;
- Αν ρωτήσουμε τον σερβιτόρο θα ξέρει;
Δεν κρατήθηκα. Ρώτησα δυο κυρίες που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι. Οικείες παρουσίες, όχι λόγω φυσιογνωμίας. Άγνωστες μου ήταν. Αλλά ήταν εκείνη η περίεργη οικειότητα της περιοχής.
- Μήπως ξέρετε τι έγινε; Γιατί είναι κλειστό;
- Έκλεισε! Κι έχουμε σκάσει όλοι απ τη στεναχώρια μας.
- Και τι θα κάνουμε το χειμώνα;
- Αυτό λέμε όλοι. Δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Δεν ήταν μόνο ο χώρος. Ήταν όλη η αίσθηση.
- Γιατί έκλεισε;
- Γιατί δεν έβγαινε και ο ιδιοκτήτης δεν κατέβαζε το ενοίκιο.
- Μα είναι δυνατόν; Και προτιμάει να είναι άδειο;
- Τι να σας πούμε; Και μεις έχουμε σκάσει. Τι θα κάνουμε δεν ξέρω.

Ναι, ναι ξέρω. Εδώ καράβια χάνονται...
Ναι καράβια χάνονται αλλά γιατί να χαθούν και οι βαρκούλες;
Ναι ναι ξέρω. Εδώ χάνεται ο κόσμος και συ σκέφτεσαι που θα πίνεις τον καφέ σου;
Ναι ο κόσμος χάνεται και γω σκέφτομαι που θα πίνω εκείνον τον ρημαδοκαφέ που με έκανε να νιώθω οτι δεν χάθηκαν όλα. Οτι ακόμα μπορώ να απολαμβάνω την εικόνα ανθρώπων που διαβάζουν. Οτι μπορώ ακόμα να βρίσκομαι σε ένα χώρο με άγνωστους που όμως νιώθω εκείνη την παράξενη οικειότητα της περιοχής. Οτι μπορώ να πάω να διαβάσω ένα βιβλίο και όταν κουραστώ να κοιτάξω γύρω μου και να γλυκάνει το μέσα μου. Να δω ηλικιωμένους που σκύβουν με προσήλωση στα γραπτά τους και στα βιβλία τους. Να δω νέα παιδιά να κουβεντιάζουν με πάθος κι ας κάνουν λίγη φασαρία. Να νιώθω ότι είμαστε του ιδίου είδους... κι ας μη γνωριζόμαστε ντιπ.
Να είμαι μόνη μου σ ένα τραπέζι και να νιώθω ένα γύρω φίλους.

Ναι, το Βοξ στην πλατεία Εξαρχείων, έκλεισε...

Καληνύχτα Κεμάλ...

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Στίζω Στιγμές...


Μαζεύεις γράμματα σαν ρακοσυλλέκτης. Κρύβεσαι τις νύχτες, κρυφοκοιτάς, κλέβεις, ονειρεύεσαι, ψάχνεις και όταν θολώσει αρκετά η οξύνειά σου παίρνεις τα γράμματα, κουρασμένα απ την πολυσκεψία σου και τα κάνεις λέξεις. Πασχίζεις να τις βάλεις σε σειρά να αποτελέσουν πλήρες νόημα. Να φτάσεις στην τελεία στιγμή. Μα σου αντιστέκονται. Ψάχνεις διέξοδο και αρπάζεις υποστιγμές να τις βάλεις στην πορεία της ολοκλήρωσης. Να σώσεις την προσδοκία...

Κανόνες με όρισαν και πάλι. 

Στίξη. Σύνολο στιγμών / Στιγμή. Μικρό σημάδι χαραγμένο πάνω μου.

Όλα γεννιούνται από το Στίζω που θα πει χαράζω και σκαλίζω.

Στίζω στιγμές.

Η τελεία στιγμή χωρίζει μέρη που αποτελούν πλήρες νόημα. Κυρίως πλήρες...

Αλλά για να καταφέρω να φτάσω στην τελεία στιγμή, χρειάζομαι υπο-στιγμές.

Η Υποστιγμή είναι κι αυτή σημείο που στίζει. Χρησιμοποιείται για να δοθεί ευκαιρία για μια μικρή ανάσα αλλά και για να προκαλέσει προσδοκία.
Είναι – λέει ο κανόνας - το σημείο που δυσκολεύει περισσότερο, επειδή η λειτουργία του είναι πολύπλοκη και μερικές φορές αντιφατική.
Χωρίς υπο-στιγμές ή με κακή χρήση τους, είναι δυνατόν να παρανοήσουμε το νόημα. 
Μια λάθος υποστιγμή, και πάει η προσδοκία... Μια λάθος ανάσα... σε λάθος υπο-στιγμή... και παρανόησα.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Μισή Ώρα

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Πηγή: Ο Επίσημος Δικτυακός Τόπος του Αρχείου Καβάφη