Σελίδες

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

είναι κανείς εδώ;

κάποιος είχε πει πως η απουσία είναι που κάνει υπαρκτή την παρουσία. δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, αν και ακούγεται εντυπωσιακό. όχι; 
εκείνο που θέλω να πω, είναι πως μου έλειψε να μένω εδώ - έστω και για λίγο. ίσως όχι τόσο όσο πριν καναδυό χρόνια, αλλά να περνάω να ρίχνω μια ματιά στους τοίχους, τη σκόνη, τους λογαριασμούς... να λέω μια καλημέρα ή ακόμα καλύτερα μια καλησπέρα στους γείτονες. 
θυμήθηκα κάτι νύχτες που άκουγα τα παγάκια στο ποτήρι μου, με συντροφιά κάτι μουσικές από έναν γείτονα. (στην υγεία σου)
είμαστε πάλι στο μεταίχμιο. ένας χρόνος θέλει να φύγει, ένας θέλει να έρθει. ερήμην μας και το ένα και το άλλο. ο κύκλος και ο χρόνος.... κλείνουν, περνάνε, μα τα παραμύθια πάντα εκεί. φύλακες των λέξεων. 
μέρα ηλιόλουστη, χειμωνιάτικη στη λεωφόρο βουλιαγμένης. άδεια και προκλητική. την αφήνω να με παρασύρει και νιώθω γέφυρες να ανοίγουν. περνάνε πάνω από κύκλους και χρόνους. δένουν εκεί που με άφησα πριν δεκατρία χρόνια. δεν με πάνε εκεί πίσω. πάνε να συνδέσουν το τότε και το τώρα που ανάμεσά τους υπήρξε μια μεγάλη παρένθεση - τόσο μεγάλη που έγινε κύκλος. (μεταξύ μας... κύκλος δεν μπορούσε να γίνει ποτέ. έλλειψη έγινε. ξέρετε την έλλειψη ε; εκείνο το σχήμα που δεν είναι κύκλος; που πλατιάζει; που έχει κέντρο και ακτίνες; έχει και διάμετρο αλλά όλα είναι απολύτως και διαρκώς μεταβαλλόμενα. γι αυτό δεν μπορούσε να είναι κύκλος αλλά δεν το λέω δυνατά για να μην πάρει θάρρος. βλέπετε, οι ελλείψεις δεν κλείνουν ποτέ.)
ένα σπίτι, μια δουλειά, ένα αυτοκίνητο, μια μηχανή, φίλοι, βόλτες, ξενύχτια, η υπέρμετρη πολυτέλεια του αμπελοφιλοσοφείν και παραμύθια για να φέρνουν χαμόγελα στον ύπνο. Μπάμ! κανένα σπίτι καμιά δουλειά κανένα αυτοκίνητο καμία μηχανή, οι φίλοι έγιναν φωνές, τα ξενύχτια υποχρεωτικά και νυσταγμένα, τα παραμύθια τρέμουν τους κακούς λύκους και υπάρχουν για να κρατούν τον ύπνο μακριά και η μόνη πολυτέλεια... ένας δύωρος καφές - στα κρυφά - κυριακή μεσημέρι,  με εφημερίδα κάπου στο γκάζι. Μπάμ! ένα σπίτι που δειλά μου χαμογελά και πάλι... μια δουλειά που μου χαρίζει έναν ολόκληρο κόσμο... κανένα αυτοκίνητο... ένα παπί της ηλικίας μου - ο σπύρος - που στάθηκε ευγενικός και διακριτικός. με πήρε ήσυχα και μ έμαθε απ την αρχή να μη φοβάμαι τους δρόμους. φίλοι και καφέδες στα εξάρχεια. τα ξενύχτια επανέρχονται στη σφαίρα της βούλησης. δειλά ξεμυτίζει η πολυτέλεια της φιλοσοφίας και των αμπελιών as well. και απ το πουθενά, έρχεται να με συναντήσει ένας πήγασος. 
να με πάρει πάνω του και να με πάει να συναντήσω τη ζωή μου εκεί που την άφησα. μια μέρα ηλιόλουστη χειμωνιάτικη στη λεωφόρο βουλιαγμένης. 
οι φίλοι, οι οικείοι, οι αγαπημένοι, οι καινούργιοι άνθρωποι που γοητεύουν την κάθε μέρα μου και που τολμώ να το λέω δουλειά. 
ένας χρόνος θέλει να φύγει. ένας καινούργιος θέλει να έρθει. ερήμην μας και τα δύο. 
καλησπέρα γειτόνοι!