Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λουκουμάδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λουκουμάδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Τα χουφταλάκια...

Πριν πολλά χρόνια, ξεκινάω με τη φίλη μου τη Βάσω (ναι αυτή με το σκουλήκι), να πάμε στη βόρεια Εύβοια για διακοπές. Φτάσαμε με φέρρυ στην Αιδηψό. 
Βγαίνουμε επιτέλους στο λιμάνι, αφού προηγουμένως με έχει κάνει ρεζίλι και στο έμπα και στο έβγα, γιατί καθόταν μπροστά από το αυτοκίνητο κούναγε χέρια πόδια και φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε “Πάρτο δεξιάααααα…..Οοοοχι οοοχι έτσιιι! Πάρτο αλλιώωως… Κόοοοοψε κόψε σου λεεεεω….ελα ελα όπως είσαι… Πρόσεχεε” και όλα αυτά χωρίς να ξέρει τίποτα από οδήγηση.
 Ήξερε όμως ότι αυτό με κάνει έξαλλη και το χαιρόταν!
Βγαίνοντας από το λιμάνι δυό δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μας. Ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά.

“Από πού να πάω;” ρωτάω με αγωνία, γιατί οι από πίσω ήταν αφηνιασμένοι. 
Η Βάσω είχε το χέρι στο σαγόνι και το ύφος βαθιάς περισυλλογής.
 “Λέγε καλέ και θα μας δαγκώσουν!”, αλλά ο μεγάλος Μανιτού δε μίλησε.

Από πίσω είχαν αρχίσει να ακούγονται τα χαριτωμένα “Προχώρα μωρήηηηηη” και όλα τα σχετικά που φαντάζεστε.
Παίρνω την τύχη μας στα χέρια μου και στρίβω αριστερά.
 “Οχι, Οχι από δω! Μπες στο πρώτο δεξιά και σταμάτα!”
 Το “σταμάτα” μια κουβέντα είναι.
 “Έτσι που τα ‘κανες, θα πάμε από τον μέσα δρόμο τώρα, αλλά προσοχή στα χουφταλάκια μου!” ακούστηκε η μομφή!
 “Ποιά χουφταλάκια; Τι είναι τα χουφταλάκια;”
 Εκείνη απλώς χαμογέλασε και είπε “Ξεκίνα! Το πρώτο δεξιά και όλο ευθεία”.

Μπαίνω στην ευθεία και ξαναρωτάω “Θα μου πεις τι είναι τα χουφταλάκια επιτέλους;”
 Κοίταξε γύρω-γύρω με ύφος “να κάπου εδώ το είχα..” και ξαφνικά σταματάει το βλέμμα της μπροστά μας. 
Φωτίζεται και μελώνει όλο της το πρόσωπο με μια γλύκα ανείπωτη.

“Να ένα”, είπε τρυφερά. “Πρόσεχε. Μην κορνάρεις και μην προσπεράσεις!”

Ακολουθώ το βλέμμα της και βλέπω ένα παππουδάκι που πηγαίνει αργά- αργά κι αμέριμνα στη μέση (εντελώς στη μέση όμως!) του δρόμου.

“Και τι κάνουμε τώρα;”
 “Τίποτα. Ακολουθείς από απόσταση. Μην ακούσει το αυτοκίνητο και τρομάξει!”
 Αν μπορούσε να ακούσει, θα το είχε ακούσει ήδη, σκέφτηκα, αλλά δεν το σχολίασα.
 “Και μέχρι πότε θα πηγαίνουμε έτσι;”
 “Μέχρι να φύγει από το δρόμο.”
 “Κι αν πηγαίνει μακριά;”
 “Έλα μωρέ! Πόσο μακριά μπορεί να πηγαίνει;”
 “Σωστά! Πόσο μακριά να πηγαίνει; Δεν θα είναι γύρω στα 90 τώρα; ”
 “Έλαααα, μη μιλάς έτσι για τα χουφταλάκια μου!”

Αυτό το “μου” με ξένιζε. Την έβλεπα με την μπέρτα του Ζορρό (τότε δεν υπήρχε ακόμα ο Σούπερμαν – και μην ακούσω σχόλιο περί ηλικίας) να τον προστατεύει.

Για καλή μου τύχη το παππουδάκι ήταν κοινωνικός άνθρωπος και τον φώναξαν από ένα πεζοδρόμιο και πήγε προς τα κει.

“Περνάω!”, είπα αποφασιστικά.
 “Πρόσεχε!” είπε απειλητικά.

Πέρασα σαν να οδηγούσα ανάμεσα σε αυγά και η προσπέραση έγινε αναίμακτα.
Βγήκαμε στο δρόμο για τα Ίλια. 
Βρήκαμε και το δωμάτιο και ήταν η στιγμή της απόλυτης απόλαυσης και ηρεμίας.
Μπροστά μόνο θάλασσα και πράσινο.
Τακτοποιηθήκαμε, μοιράσαμε κρεβάτια (με το σχετικό αντάλλαγμα για να πάρω το κοντά στο παράθυρο), βαλίτσες τσάντες και με τούτα και με κείνα έφτασε τ απόγευμα.

“Θα πάμε στη θάλασσα;” ρώτησα με λαχταρα η άσχετη.
 “Θάαλαασσααα;;;;” (λες και είχε ακούσει ότι θα κάνουμε αναρρίχηση στον Όλυμπο). “Όχι βέβαια! Θα πάμε στην Αιδηψό!”

“Γιατί πουλάκι μου θα πάμε στην Αιδηψό; Από κει δεν ήρθαμε;”
 “Θα δεις!”

Ήταν ειδήμων της περιοχής. Τι μπορούσα να πω εγώ; Είμαι και καλός άνθρωπος… Και πήγαμε στην Αιδηψό.

Περπατούσαμε… Περπατούσαμε… Είχα την εντύπωση ότι κάτι ψάχναμε αλλά δε μου έλεγε.
Κάποια στιγμή έθεσα veto.

“Εγώ θα κάτσω ΕΔΩ! Κουράστηκα! Θέλω καφέ, θέλω τσιγάρο, ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΣΩ!!!”
 “Εντάξει! Να εκεί θα κάτσουμε!”

Το μαγαζί ήταν γεμάτο παππούδες και γιαγιάδες και είχε μια τεράστια ταμπέλα “ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ”.

“Πες μου ότι δεν το περάσαμε όλο αυτό για να φας λουκουμάδες!”
 “Γιατί; Τι έχεις με τους λουκουμάδες;”

Τι να σχολιάσεις…

“Ένα σωρό μαγαζιά περάσαμε που ήταν πιο χαλαρά. Εδώ που είναι πήχτρα θα κάτσουμε;;”
 “Ναι! Γιατί τα χουφταλάκια μου ξέρουν που έχει καλούς λουκουμάδες. ”

Δε μίλησα… Αφού τους λαχτάρησε τόσο, ας φάει το παιδί.
 Καθίσαμε. Στο σερβιτόρο ζήτησα έναν καφέ και μια μερίδα λουκουμάδες.

“Θα φας λουκουμάδες;”, με ρώτησε με έκπληξη.
 "Εγώ όχι. Εσύ δεν ήθελες λουκουμάδες; Γι αυτό δε με τραβολογάς τόση ώρα;”

Γυρνάει στο σερβιτόρο και λέει αγέρωχα:
 “Όχι λουκουμάδες. Έναν ελληνικό σκέτο θα πάρω εγώ!”

Ε! Είχε έρθει ή ώρα για εξηγήσεις.

“Κοίτα τους”, μου λέει. “Κοίτα τους και απόλαυσέ τους... Κοίτα το ύφος τους όταν έρχονται οι λουκουμάδες. Κοίτα το ύφος τους όταν τους τρώνε! Είναι σαν μικρά παιδιά που τους χάρισες το πιο πολύτιμο παιχνίδι. Απλά κοίτα τους… Αυτή την εικόνα ήθελα να ρουφήξω, για να θυμηθώ τα σημαντικά.”

Απόμεινα να τους κοιτάω και τους άφησα να με παρασύρουν στη γαλήνη της ηλικίας τους και τη χαρά του μικρού παιδιού. Αφέθηκα να μου μεταγγίσουν τα σημαντικά.

Εκείνο το καλοκαίρι έγιναν και δικά μου τα χουφταλάκια. Μια λέξη τόσο μα τόσο τρυφερή… Από τότε κάθε χρόνο έκανα το προσκύνημα στην Αιδηψό.

Αν πάτε και το βρείτε μπροστά σας να περπατάει αμέριμνο, να μου το προσέξετε. Μην του κορνάρετε και μου τρομάξει.

...συνεχίζεται...


(Tώρα τελευταία, τα στατιστικά του μπλόγκερ μου έδειξαν οτι κάποιος διάβασε “Το σκουλήκι”. Μια εντελώς αληθινή ιστορία που αγαπώ ιδιαίτερα και που ακόμα με κάνει να γελάω. Σε κείνον τον αναγνώστη, αφιερώνω Τα χουφταλάκια Μου :) )


υγ ετεροχρονισμένο.  Χουφταλάκι είναι: ό,τι κρατώ μέσα στη χούφτα μου τρυφερά και απαλά για να μη μου ραγίσει, να μη κρυώσει, να μη μου χτυπήσει... να το προσέχω σαν πολυτιμάκι...