Ήταν η τρίτη φορά σήμερα που έφτασε η κυραλένη ως την πόρτα και κοίταξε μέσα. Τις προηγούμενες δύο, είδε κόσμο και έφυγε με ένα νόημα ότι θα ξανάρθει. Αυτή τη φορά έμοιαζε ανυπόμονη. Της έκανε νόημα, ποιος είναι μέσα και έσκυψε να δει.
Κατέβηκε το πρώτο σκαλί με ένα αχ.
“Αυτά τα γόνατα θα με γονατίσουν. Κάτσε να κάτσω λίγο να πάρω μια ανάσα” μα αυτό που έλεγε έμοιαζε πιο πολύ με δικαιολογία παρά με πόνο.
“ Έλα κάτσε κυραλένη μου να ξεκουραστείς. Τι να σου βάλω;”
“Τέλειωσε με τα κορίτσια – καλημέρα κοκόνες μου – και μου βάζεις μετά εμένα λίγο τρήμα να φτιάξω μια τυρόπιτα., μη λερώσεις τώρα τα χέρια σου. Τέλειωσε με τα κορίτσια, δε βιάζομαι. Το ΄βαλα το φαΐ και γίνεται.”
Την κυραλένη την είχε συμπαθήσει απ τις πρώτες μέρες που άνοιξε εκείνο το μικρό ημιυπόγειο μπακάλικο. Ήταν μαζεμένη. Δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τη γειτονιά και της φερνόταν σαν νάταν κόρη της.
Η κυραλένη ποτέ δεν της είχε πει κάτι για όσα έβλεπαν τα μάτια της. Μα πάντα της πέταγε ένα λόγο, που φαινόταν πως όλα τα καταλάβαινε. Γι αυτό και είχε αρχίσει να έρχεται – τάχα τη μία ξέχασε το ένα, την άλλη ξέχασε το άλλο – τα απογεύματα κατά τις έξι. Και ήταν βάλσαμο η παρουσία της.
Η πιο δύσκολη στιγμή της μέρας. Εκεί κατά τις έξι. Όταν ήταν κόσμος στο μαγαζί εκείνος δίσταζε να μιλήσει άσχημα. Και την κυραλένη – που ήξερε να μην τον φουντώνει – σαν να τη σεβόταν και ντρεπόταν μπροστά της.
“Το κάνει που το κάνει, τουλάχιστον να μη βρίζει”, σκεφτόταν. “Κι όχι για μένα. Για τη γειτονιά.”
Πόσες φορές είχε τύχει να μπει ξάφνου άνθρωπος στο μαγαζί την ώρα που έβριζε. Κι άντε μετά να μαζέψεις τα λόγια απ τη γειτονιά. Και καλά τα λόγια, πες εκείνον ντρόπιαζαν. Έλα όμως που εκείνη ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Για τα λόγια που άκουγε θες; για το που ήταν άντρας της θες; γι αυτό που έβλεπε στα μάτια τους θες; Ο,τι κι αν ήταν, δεν το ΄θελε.
Γι αυτό και κάθε απόγευμα όταν κόντευε έξι, τα μάτια της έμεναν στην πόρτα. “Μακάρι να ΄ρθει η κυραλένη πριν από κείνον” παρακαλούσε μέσα της.
Έξυπνη γυναίκα ήταν η κυραλένη. Φρόντισε να βρει τη δικαιολογία που είναι εκεί κάθε απόγευμα.
“Τι να κάνω μόνη μου στο σπίτι; Φεύγουν όλοι και με πλακώνουν τα ταβάνια παλικάρι μου. Ευτυχώς είσαστε και σεις εδώ και περνάω μια ωρίτσα. Να ΄σαστε καλά και οι δυο σας. Σαν παιδιά μου σας νιώθω”.
Και κείνος δε μίλαγε. Και τι να πει; Έτσι κι αλλιώς δεν θα έμενε. Για το ταμείο περνούσε.
Άσε που όταν ήταν εκεί η κυραλένη δεν έβλεπε και κείνο το βλέμμα της γυναίκας του. Αυτό το βλέμμα ήταν που τον ανάγκαζε να κάνει καυγά . Έτσι, θυμωμένος, έφευγε πιο ήσυχος. Έπαιρνε τα λεφτά απ το συρτάρι κι έφευγε.
Πρόσεχε να μην τον καταλάβει η κυραλένη και έχει να λέει. Και σιγά μην πάει ο νους της. Για τη γυναίκα του ήταν σίγουρος. Δεν θα μίλαγε ποτέ. Από πάντα της είχε μια περηφάνια που τον θύμωνε. Πολύ τον θύμωνε. Αν δεν τον κοιτούσε και έτσι... μια χαρά γυναίκα θα ήταν.
Με Κείνη – η κυραλένη – ποτέ δεν είχε μιλήσει ανοιχτά. Ποτέ δεν της είπε για όσα καταλαβαίνει. Την έβλεπε που ντρέπεται.
Και Κείνη, ήταν σίγουρη ότι η κυραλένη δεν έχει καταλάβει. Ήθελε να πιστεύει ότι ήταν τυχαίο. “Ευτυχώς που είναι έτσι μόνη της και κείνη και έρχεται ν΄ αλλάζουμε μια κουβέντα” σκεφτόταν.
Ησύχαζε μαζί της. Είχε τον τρόπο της να την γαληνεύει. “Όλοι οι άντρες την ίδια μούρη έχουν κόρη μου. Μην κοιτάς που όλοι μοιάζουν νοικοκυραίοι έξω. Το κάθε σπίτι έχει το βάσανό του”.
Δεν ήξερε ότι η κυραλένη την είχε δει ένα απόγευμα, πριν έρθει εκείνος, να παίρνει λεφτά απ το συρτάρι και να τα κρύβει στο στήθος της..
Έξυπνη γυναίκα ήταν η κυραλένη. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει. Και το καφενείο που ξημέρωνε εκείνος, δεν ήταν μακριά. Μια γειτονιά ήταν όλα. Και τα καλά και τα κακά.
“Άνοιξες φύλο κυραλένη; πόσο τρήμα να σου βάλω;”
“Δε θέλω τρήμα. Έτσι το είπα μέχρι να φύγουν αυτές. Δεν ήθελα να μας ακούσουν. Έχω να σου πω κάτι και θέλω να μ ακούσεις. Σαν μάνα σου μιλάω”.
“Τι είναι κυραλένη μου; με τρομάζεις”
“Μην τρομάζεις. Για καλό είναι. Άκου. Ο γαμπρός μου είναι οικοδόμος. Το ξέρεις. Δουλεύει σ έναν εργολάβο εδώ παρα κάτω. Έμαθε οτι θα σηκώσουν μια πολυκατοικία μερικά στενά παρακάτω. Ο εργολάβος είναι καλός άνθρωπος. Την πολυκατοικία θα την κάνουν κάποιοι για τα παιδιά τους. Θα είναι γερή κατασκευή. Θα βάλουν καλά υλικά. Θα είναι λέει ψιλοτάβανο. Να πας να ρωτήσεις. Θα σου πω που είναι.”
“Τι λες κυραλένη μου; Με τίνος πλάτες θα πάω να πάρω σπίτι. Που να τα βρώ τα λεφτά; Μήπως αφήνει τίποτα...” πάγωσε η φράση στο στόμα της. Πως της ξέφυγε τέτοια κουβέντα;
“Μη σκας. Ξέρω τι λες. Ξέρω τι κάνει. Γι αυτό σου λέω. Απ το κουμάρι δεν σώθηκε κανείς. Δε θα σου αφήσει τίποτα. Η τσόχα σαν πηγάδι που τα ρουφάει όλα είναι. Βάλε τουλάχιστον ένα κεραμίδι στο κεφάλι σου. Να μείνεις με τα παιδιά σου. Σαν μάνα σου μιλάω κόρη μου. Να κάνεις αυτά που δεν έκανα εγώ. Αν τότε κουτσά στραβά έπαιρνα ένα σπίτι – φωνές ξεφωνές – τώρα δεν θα ήμουν στην ανάγκη του γαμπρού μου. Καλό παιδί – ο θεός να του δίνει όλα τα καλά, τίποτα δε μου λείπει. Μα αν είχα ένα σπιτάκι θα ήταν αλλιώς. Αλλά μ έφαγε και μένα ο φόβος τότε. Γι αυτό, άκου με! Θα πάμε μαζί. Με ξέρει ο εργολάβος. Με τη μάνα του μαζί περάσαμε στην κατοχή. Ξέρει από φτώχεια. Θα βοηθήσει.”
“Δε γίνεται κυραλένη μου. Και γώ στεναχωριέμαι και σκάω. Θα μείνουμε στο δρόμο αν πάθω κάτι. Αλλά πως; Πως να του πω τέτοια κουβέντα. Θα με σκοτώσει.”
“Άστον αυτόν πάνω μου. Εσύ δεν έχεις μαζέψει τίποτα; Δεν υπάρχει γυναίκα να μην κρατάει κάτι τις στην άκρη. Αυτά θα δώσεις για προκαταβολή.”
“Με τα ψέματα δεν παίρνεις σπίτι κυραλένη. Ναι, κάτι έχω μαζέψει. Για τα παιδιά. Να μην τύχει κάτι και που θα τρέξω για βοήθεια. Μόνη μου είμαι. Ότι βγάζει ο ίδιος τα ακουμπάει στα χαρτιά. Γι αυτό άνοιξα με χίλια ζόρια και παρακάλια αυτό το μαγαζί. Δε γίνεται κυραλένη μου. Μακάρι να γινόταν μα δε γίνεται” βούρκωσαν τα μάτια της.
Ταξίδεψαν σε όσα δεν είχε και όσα δεν μπορούσε να ονειρευτεί. Όχι δεν ήθελε πολλά. Μια ήσυχη ζωή ήθελε μόνο. Να μην την τρώει η αγωνία και η ντροπή.
“Άκου με. Μαζί με όλα κι αυτό. Αν μπει στο χορό θα χορέψει. Άστον πάνω μου σου λέω. Θα τον κουλαντρίσω εγώ. Ξέρω τι θέλει”
“Δε γίνεται κυραλένη. Κι αυτά που έχω, άμα τα δει ο εργολάβος, θα γελάσει. Θα νομίζει ότι τον κοροϊδεύω.”
“Όχι σου λέω. Θα του μιλήσω εγώ. Μόνο να μου πεις το ναι και να πάμε μαζί αύριο κιόλας”
Ήταν γλυκιά η τρέλα να σκεφτεί ένα σπίτι δικό της.. Τουλάχιστον δεν θα είχε την αγωνία πού θα μείνουν αν... Μα πως θα το πει;
“Που θα πω ότι βρήκα τα λεφτά κυραλένη μου; Αν μάθει ότι μαζεύω θα τα παίρνει όλα. Και το μαγαζί δεν κρατιέται χωρίς λεφτά. Ούτε το σπίτι. Που τα βρήκα;”
“Εγώ! Εγώ θα πω ότι τα κανόνισα με τον εργολάβο. Θα ΄ναι μιλημένος και κείνος μη σκας. Θα βρούμε τον τρόπο. Μόνο να δεχτείς”
“Δε γίνεται. Δεν θα το πιστέψει. Και πως θα... “ μια σκέψη την σταμάτησε.
Πως θα τα δώσει εκεί που τα έχει;
“Δεν έχει πως και τι. Σιγά μην τον νοιάξει. Άμα του το πεις το απόγευμα πριν πάει στο καφενείο, όλα θα τα πιστέψει για να φύγει γρήγορα. Άσε και λίγα παραπάνω λεφτά στο συρτάρι εκείνη τη μέρα να χαρεί” της είπε με πονηρό ύφος.
Γέλασαν και οι δύο. Κι αυτό το γέλιο σαν να τα έσβησε όλα. Σαν να ήταν μάνα και κόρη. Σαν να ψήλωσε σε μια στιγμή!
“Εντάξει! Δευτέρα θα πάμε στον εργολάβο. Πειράζει πως θα είναι τα λεφτά;”
“Τι θα πει πως θα είναι; Τα λεφτά είναι λεφτά όπως κι αν είναι.”
“Θέλω να πω... να... τα μαζεύω να εκεί...”
Πήγε πίσω απ το ψυγείο και πήρε ένα πλαστικό μπουκάλι χλωρίνη.
“Τι είναι τούτο παιδάκι μου; Χλωρίνη;” τη ρώτησε με ορθάνοιχτα μάτια η κυραλένη.
“Εδώ τα μαζεύω κυραλένη μου”
“Μέσα στη χλωρίνη; Τι λες παιδί μου;”
Γέλασε ντροπαλά.
“Είναι άδειο το μπουκάλι. Όσα αδειάζουν τα κρατάω. Απ το άνοιγμα χωράει ακριβώς ένα εικοσάρικο. Πήρα το απόβαρο από ένα, το ζύγισα όταν γέμισε και έτσι τα μετράω. Δεν θα πάει ποτέ ο νους του να τα ψάξει εκεί. Αλλιώς τίποτα δεν θα έμενε”
Η κυραλένη απόμεινε να την κοιτάει. Δεν ήξερε να γελάσει η να κλάψει.
“Γι αυτό σου λέω αν πειράζει πως θα είναι. Πως θα τα δώσω έτσι;”
Η κυραλένη σηκώθηκε αποφασισμένη.
“Έτσι θα τα πας! Στα μπουκάλια! Και τα εικοσάρικα λεφτά είναι. Να τα δει κι αυτός πως τα μαζεύεις να θυμηθεί τη φτώχεια του. Ακούς; Μην τα βγάλεις από κει! “
“Μα θα γελάει μαζί μας. Δεν θα δεχτεί. Τι θα τα κάνει τόσα εικοσάρικα;”
“Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Αύριο θα του μιλήσω και Δευτέρα θα έρθω να σε πάρω και θα πάμε. Να πάρεις μαζί σου και τις χλωρίνες! Είναι πολλές; πως θα τις κουβαλήσουμε; Θα φέρω και γώ εκείνη την τσάντα της λαϊκής που αντέχει”
“Εγώ! Εγώ θα τα κουβαλήσω κυραλένη μου. Και θα είναι το πιο ελαφρύ μου άχθος!”