Σε κείνη τη “γνώριμη” ώρα της τηλεόρασης, που ο καθένας έχει τη θέση του και κανείς δε τολμά ούτε να σκεφτεί να την αλλάξει ή να πάρει του αλλουνού. Η πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ, πιασμένη από κείνον. Με ένα σκαμνάκι στα πόδια να τα απλώνει και μια κουβέρτα να μην κρυώνουν. Στην άκρη του καναπέ – που ήταν κοντά στην πολυθρόνα – καθόταν πάντα εκείνη. Πάντα δυσκολευόταν με κείνο το σκαμνάκι, όταν έπρεπε να σηκωθεί για να του φέρει νερό/βάλε λίγο κρύο είναι πολύ ζεστό/βάλε λίγο ζεστό είναι μπούζι/έμεινε καθόλου σταφύλι;/δε μου φέρνεις ένα γιαούρτι/μα με μικρό κουτάλι;/φέρε ένα μεγάλο/ένα μαξιλάρι για τον αυχένα... ό,τι θυμόταν κάθε φορά. Και η μνήμη του ήταν σε πλήρη δραστηριότητα κάθε φορά που την έβλεπε να κάθεται. Ειδικά στα σήριαλ που εκείνος δεν καταλάβαινε και πολύ τι γινόταν και κείνη φαινόταν τόσο απορροφημένη που τολμούσε να του λέει και κανένα “σε λίγο θα στο φέρω”, τότε πια οι παραγγελιές γίνονταν καταιγιστικές.
Εκείνο τον καιρό, ήταν στα πάνω τους τα φροντιστήρια στην Αθήνα. Τα μεγάλα. Αυτά που σου έκοβαν χαρτάκι αναμονής για την καταξίωση. Δε γινόταν να θες να σπουδάσεις και να μην πηγαίνεις σε φροντιστήριο στην Αθήνα. Πήγαινε και κείνη. Σχόλαγε στις 10. Έφτανε στο σπίτι κατά τις 11.
Κι αν καμιά φορά τελείωναν νωρίτερα, δεν γυρνούσε σπίτι πριν τις 11. Ακόμα κι όταν δεν είχαν κάτσει κάπου με τους υπόλοιπους να χαίρονται το ξαφνικό κενό. Ακόμα κι όταν ήταν μόνη της, περίμενε να πάει 11. Γιατί τότε ήταν ήσυχα. Εκείνος είχε κοιμηθεί στην τηλεόραση κι έτσι δεν υπήρχε πολύ πηγαιν' έλα ούτε πολλές κουβέντες. Έμπαινε σιγά να μην τον ξυπνήσει. Τα βλέμματά τους μ εκείνη ήταν εκπαιδευμένα. [Έχει φαγητό στην κουζίνα – Εντάξει – Να σηκωθώ; - Όχι κάτσε κει που κάθεσαι]. Εκείνη και Κείνη είχαν μάθει από καιρό να μιλάνε χωρίς λέξεις. Ίσως γιατί τα βλέμματα εκείνος δεν τα έπιανε. Ήταν πολύ απορροφημένος στον εαυτό του για να τα καταλάβει ή έστω να τα παρατηρήσει.
Έτρωγε πάντα όρθια και ήσυχα. Να μην τον ξυπνήσει. Να προλάβει να πάει στον καναπέ να ξαπλώσει με το κεφάλι στην αγκαλιά της. Ούτε θυμάται πότε ανακάλυψε για πρώτη φορά πως όταν την έπαιρνε ο ύπνος εκεί, εκείνη άρχιζε δειλά δειλά να της χαϊδεύει την πλάτη. Μια φορά που ξύπνησε, το χάδι ένιωσε αμηχανία. Πάγωσε για μια στιγμή και δήθεν αδιάφορα σιγά σιγά απομακρύνθηκε το χέρι.
Άρχισε να κάνει πρόβες ανάσας. Παραφύλαγε τον εαυτό της τη στιγμή που έμπαινε στην τελική ευθεία του ύπνου, να δει το ρυθμό της ανάσας της. Πως βάραινε λίγο, πώς γινόταν πιο αργή, πιο βαθιά... και την αποτύπωνε. Έκανε πρόβες - μέχρι που την πέτυχε. Ήξερε σε πόσο χρόνο και με τι ρυθμό θα “την έπαιρνε ο ύπνος” και ανυπομονούσε, αγωνιούσε – λες να καταλαβαίνει οτι δεν κοιμάμαι;- μέχρι να αρχίσει το χάδι στην πλάτη. Και έμαθε – άν τύχαινε να την πάρει ο ύπνος – να μην δείχνει οτι ξύπνησε. Για να μη φοβηθεί το χάδι και κρυφτεί. Εκείνες τις στιγμές – που ανάλογα με το πόσο κρατούσε το σήριαλ, κρατούσε και το χάδι στην πλάτη- εκείνες τις στιγμές, γαλήνευε. Ησύχαζε. Βυθιζόταν σε κείνο το ανεπαίσθητο χάδι και χανόταν στη σφαίρα που τίποτα δεν υπάρχει να την ανησυχεί.
Ούτε θυμάται πότε ξεκίνησε αυτό το “παιχνιδάκι”. Ούτε μπορεί να καταλάβει σε ποια άλλα μονοπάτια θα είχαν οδηγηθεί οι ανάσες της αν δεν υπήρχε καν αυτό το “παιχνιδάκι”. Ή αν δεν ήταν παιχνιδάκι αλλά η φυσική θέση του χαδιού. Αν δεν χρειαζόταν ένα σήριαλ για να υπάρξει. Τι σημασία έχει να θυμηθεί το Πότε; Τι σημασία έχει να καταλάβει το Τι ή το Πού; Φτάνει που θυμάται το Πώς.
Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα με ανάσες, παιχνίδια και σήριαλ είναι καθ όλα πραγματική. Κάθε παρομοίωση με όλα τα άλλα είναι εντελώς συμπτωματική.
"σφυριγματάκι μου"...
ΑπάντησηΔιαγραφήσου αφήνω 2 λέξεις πολύ δικές μου!
αννα(σα)
θα τις προσέχω πιο πολύ απ τις δικές μου. θα τις βάλω στην καλύτερη θέση να έχουν θέα και παιχνίδια. θα παίζουν όλη μέρα και όταν κουράζονται θα τις φέρνω κοντά σου να παίρνουν αννα(σες)...
ΑπάντησηΔιαγραφήσ ευχαριστώ βαθιά που μου τις εμπιστεύτηκες
Μικρό δοκίμιο περί του πως λειτουργεί το χάδι. Ήθελα να 'χα κι εγώ μια κουβέρτα τώρα, όμως η μικρούλα μου τηλεόραση είναι στο πατάρι (κοίτα που σχεδόν με έκανες να την αποζητήσω) και η ανάσα μου δύσκολη από το χρόνιο κάπνισμα. Στη θεωρία της εξέλιξης δε λέει πουθενά σε τι μας χρειάζονται τα χέρια, αν όχι για να χαϊδεύουμε. Θέλω να πω ότι κανονικά με την ενηλικίωση θα έπρεπε να εξαφανίζονται σιγά σιγά τα ακροδάχτυλα, μετά οι καρποί, οι αγκώνες. Οι άνθρωποι που δεν χαϊδεύουν έχουν χάσει οριστικά το δρόμο τους...
ΑπάντησηΔιαγραφήSilent, και με κείνους που δεν χαιδεύονται τι γίνεται;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι το εγχειρίδιο της δικής μου εξέλιξης, αυτή τη χρησιμότητα δίνει στα χέρια. Στα ακροδάχτυλα όμως δίνει κι άλλες... Ας χάνονταν όλα τα υπόλοιπα μέρη του χεριού αλλά τ ακροδάχτυλα θα τα κρατούσα με κάθε κόστος :)