Σελίδες

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Το σκουλήκι είναι ένα ζωάκι όπως ο ελέφαντας!

Σε κάθε μετακόμιση ή έστω αλλαγή θέσης, παίρνουμε μαζί μας πραγματάκια που μας γλυκαίνουν. Αρκουδάκια, βιβλία, ένα σημείωμα, φωτογραφίες....

Αυτό το δωμάτιο λοιπόν είναι η συνέχεια από ένα άλλο που υπήρχε παλιά. Όταν μετακόμισα, πήρα μαζί μου μερικά πράγματα από κείνο και όλη τη γλύκα αυτής της επικοινωνίας. Μέσα σ αυτά που πήρα ήταν και δύο ζωάκια. Ο ελέφαντας που ήδη σας σύστησα και ένα σκουλήκι (όσο μπορείς να πεις ζωάκι ένα σκουλήκι και  όσο μπορείς να πεις ζωά-κι έναν ελέφαντα, αλλά αλλού είναι το θέμα).
 Σήμερα λοιπόν η αγαπημένη φίλη Βάσω (γνωστή στους παλιούς – οι καινούργιοι κάντε υπομονή), ξεκίνησε τις διακοπές της. Ζήλεψα όσο δεν μου επιτρέπει η καλή μου ανατροφή.

Ξέρετε ότι η ζήλια είναι κακός σύμβουλος. Αυτός με οδηγεί από το πρωί, να προβώ στο απονενοημένο διάβημα, της ανάρτησης μιας περιπέτειας καθόλα καλοκαιρινής και της ζωντανής απόδειξης του μεγαλείου της φιλίας (μου).
Ξέρω ότι ίσως δεν είναι δόκιμο να επαναλάβω μια ανάρτηση αλλά αυτό ξεπερνάει τον ορισμό της ανάρτησης. Είναι πια δικό μου ζωάκι και η ανάγκη για καλοκαιρινές σκέψεις είναι τόσο μα τόσο επιτακτική που θα το τολμήσω. (όσοι έτυχε να το διαβάσουν πριν από κάποιους αιώνες... ας με συγχωρήσουν. ευτυχώς ποτέ δεν είχα την ιδέα αυτά που γράφω μένουν αξέχαστα)

Φτιάξτε καφέ ή ποτάκι δροσερό και καθίστε αναπαυτικά. Η περιπέτεια ξεκινάει...

ΤΟ Σκουλήκι... α!

To σκουλίκι
Μια φορά κι έναν καιρό πήγαμε με τη Βάσω διακοπές στη Χαλκιδική. Θέλαμε να κάνουμε ελεύθερο κάμπινγκ για να μας κοστίσει φθηνότερα. (Το ότι ξοδέψαμε τελικά τα τριπλάσια απ ότι αν κλείναμε σουϊτα σε χάι ξενοδοχείο δεν έχει σημασία. Η εμπειρία μετράει).
Αφού έχουμε αναγκαστεί να αγοράσουμε τους ελληνο-γερμανικούς διαλόγους σε βιβλίο τσέπης για να καταλάβουμε τις επιγραφές που ΟΛΕΣ ήταν στα γερμανικά, καταλήγουμε σε μια καταπληκτική παραλία που είχαν στήσει σκηνές και κάποιοι άλλοι.


Στήνουμε σκηνή, στήνουμε τραπέζι, καρέκλες, πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, λεκάνες για πλύσιμο ρούχων, λεκάνες για πλύσιμο πιάτων – διότι είχαμε και αρχές στη ζωή μας τότε – βγάζουμε να αερίσουμε σεντόνια, μαξιλάρια, ρούχα, πετσέτες, μαγιό, κάλτσες, μπουφάν, ζακέτες και όλα αυτά τα απολύτως απαραίτητα (διότι και σε αυτό το θέμα είχαμε αρχές).


Είδα με την άκρη του ματιού μου ότι οι «γείτονες» από τις διπλανές σκηνές είχαν κάτσει στη σειρά, αραχτά και μας κοίταζαν και ακόμα αναρωτιέμαι το γιατί, ακόμα αναρωτιέμαι τι έλεγε εκείνο το βλέμμα…


Κάποια στιγμή σώσαμε να νοικοκυρευτούμε. Κάναμε το μπάνιο μας, τιμήσαμε τα ταπεράκια που είχαμε για τη λιγούρα και έτσι όμορφα πέρασε το πρώτο 24ωρο.
Όταν έφτασε το απόγευμα του δεύτερου 24ώρου είπα να εξερευνήσω την παραλία. Κάθε 30 βήματα έβλεπα και κάποιον να ψαρεύει. Ζήλεψα την ηρεμία που έδειχναν να απολαμβάνουν και θεώρησα ότι ανακάλυψα τον τρόπο να περάσουμε χαλαρές διακοπές. ΘΑ ΨΑΡΕΥΑΜΕ!.


Έτρεξα περιχαρής στη Βάσω και της ανακοίνωσα την ανακάλυψη του αιώνα.“Εδώ όλοι ψαρεύουν!”. Άκουσε με παγωμένη ψυχραιμία το παραλήρημά μου και με κείνο το γνωστό ύφος Μεγάλου Μανιτού είπε “Εγώ ΔΕΝ ψαρεύω! Άμα θες εσύ, ψάρεψε!”
Πήγαν να μου κοπούν τα φτεράκια μου αλλά αντιστάθηκα.


Έκανα στροφή και πήγα προς τον πιο κοντινό ψαρά.
Πλησίασα και τον ρώτησα με τι δόλωμα ψαρεύει (και καλά…).
Απάντησε μέσα απο τα δόντια του κάτι που έμοιαζε με «σκουλήκι». Ήταν τόση η ευφράδειά του που δεν τόλμησα να συνεχίσω την κουβέντα μεταξύ ψαράδων.
Δεν πτοήθηκα. Πήγα στον επόμενο.


Αυτή τη φορά χρησιμοποίησα τον τρόπο Νο 52. (είναι ο τρόπος που χρησιμοποιώ στις Δημόσιες Υπηρεσίες και στοχεύω στο μητρικό ένστικτο των άλλων).
Ο συγκεκριμένος δε μου έμοιαζε και πολύ για «μάνα» αλλά επειδή άβυσσος η
ψυχή του ανθρώπου, είπα να ρισκάρω.
- Καλησπέρα σας! (με συγκρατημένο χαμόγελο και διστακτικό τόνο που λέει ξέρω ότι ενοχλώ αλλά μη με δαγκώσετε). Εμ… να ρωτήσω κάτι;;
- Ρώτα!
- (απτόητη). Με τι δόλωμα ψαρεύετε;
- Σκουλήκι!
Είπα να μην το πάρω προσωπικά και συνέχισα.
- Δηλαδή; (Και πριν προλάβει να πάρει ανάσα) Ξέρετε, δεν ξέρω από ψάρεμα αλλά θέλω να δοκιμάσω. Μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε τι να αγοράσω;
Εκεί έπιασα το αδύνατο σημείο όλων μας. Τη χαρά μας να γινόμαστε δάσκαλοι!
(Τι απωθημένο κι αυτό! Αναρωτιέμαι μόνο γιατί αυτό ειδικά το αδύνατο σημείο του δασκάλου δεν υπάρχει πουθενά στη Βάσω…)


Ο ψαράς-μάνα αποφάσισε να ασχοληθεί με τη φιλοδοξία μου και μου είπε να αγοράσω πετονιές, αγκίστρια, βαρίδια και διάφορες άγνωστες λέξεις που τώρα δε θυμάμαι.
Ξανά τρέχοντας πίσω να προλάβω τα μαγαζιά.
Στέκομαι μπροστά στη Βάσω, παίρνω το πιο χαριτωμένο μου ύφος, στρέφω τις πατούσες μου προς τα μέσα, πιάνω τις άκρες απο τα πατζάκια μου με νάζι και…
- Βασούλα; Πάμε μια βόλτα μέχρι το χωριό που θέλω να ψωνίσω ψαρικά;
- Δεν θάσαι καλά!
Δεν πάω πουθενά!
Άρχισα να σκέφτομαι τα ανταλλάγματα για να δεχτεί να έρθει μαζί μου.
- Άμα έρθεις, θα ψάξουμε και για ηλεκτρονικά και θα κάτσω χωρίς να γκρινιάζω 1 ώρα για να παίξεις!
- Δύο ώρες!
- Μιάμιση!
Χτύπησα φλέβα!
- Άντε καλά. Επειδή είμαι καλός άνθρωπος, θα έρθω!


Πήγαμε στο χωριό, βρήκαμε το μαγαζί με τα ψαρικά, χάρηκε κι ο άνθρωπος διότι κατάλαβε ότι έπιασε λαβράκι. Θα μας έδινε της παναγιάς τα μάτια. Δύο σακούλες πράγματα αγόρασα.
Ήταν όμως ευγενέστατος!
Μου εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια πως θα δένω τα αγκίστρια και επειδή έβλεπε το βλέμμα μου θολό κάθισε και μου έφτιαξε μερικά. Μου είπε και για τα βαρίδια αλλά τον λυπήθηκα και έκανα ότι κατάλαβα.
Τελείωσαν τα ψώνια, φάγαμε και σουβλάκια και νύχτωσε πια.


Την ώρα που φεύγαμε μούρθε η μαχαιριά πισώπλατα!
- Μήπως να αγοράσουμε κανα κιλό γόπες;
Δεν σχολίασα! Δεν έβλεπα την ώρα να ξημερώσει για να ψαρέψω και να επιστρέψω ως απαράδεκτη τη μαχαιριά!


Σηκώθηκα απ΄ το άγριο χάραμα (κατά τις 9) και άρχισα να εξερευνώ τα ψώνια μου. Πήρα και το ύφος μεγάλου ψαρά και πλησίασα στο γιαλό.
Κάτι δε μου πήγαινε καλά…
Κοιτάω δεξά, κοιτάω ζερβά… κανείς συνάδελφος! (Μα τι έγινε; Που πήγαν οι ψαράδες;)
Η Σφίγγα πίσω μου μίλησε, τάχα μονολογώντας: “Δεν ψαρεύουν τέτοια ώρα! Το σούρουπο ψαρεύει ο κόσμος”.
Το είπε με τόση σιγουριά που την πίστεψα. Έκανα την καρδιά μου πέτρα και περίμενα. Κατά το μεσημεράκι, η Βάσω, που τόση ώρα διάβαζε και με αγνοούσε, ξερόβηξε.
- Τι θα γίνει; Ρωτάει
- Με ποιο πράγμα; απαντάω
- Με το αντάλλαγμα. ξαναρωτάει
- Με το ποιο;; ξαναπαντάω. Αα! Με ΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ! Τώρα κατάλαβα! Ε; Τι θές να γίνει; Δεν είχε πουθενά στο χωριό UFAΔΙΚΟ. Λέω ψύχραιμα.
- Έχει όμως στην πόλη! λέει ακόμα πιο ψύχραιμα.
- ΤΙ εννοείς; Ότι θα πάμε μέσα στη ζέστη τόσο δρόμο για να παίξεις pacman;
Εκείνη απλά σήκωσε τους ώμους και είπε «Ναι!
Εγώ τον τήρησα το λόγο μου
- ΟΚ, κατάλαβα! Πάμε.
Πέρασα μιάμιση μαρτυρική ώρα να παρακολουθώ pacman, tetris, και κάτι παλαβά μπαλάκια που γεννούσαν χιλιάδες άλλα μπαλάκια και κάνανε σαν τρελλά κι η Βάσω να τρέχει πίσω τους να τα μαντρώσει… (Ναι, αυτά τα παιχνίδια κυκλοφορούσαν τότε και δε θέλω κανένα σχόλιο! Εντάξει;;)
Ξόφλησα το χρέος και επιτέλους επιστρέψαμε πριν βραδιάσει στη σκηνή.


Οι «συνάδελφοι» ήταν παραταγμένοι στη σειρά. Είδα τη γενιά μου κι αγαλλίασε η καρδιά μου.
Πήρα τα σύνεργα και στήθηκα μπροστά στη θάλασσα σα μικροπωλητής σε πανηγύρι. …Κάτι έλειπε… Κάτι έλειπε… Κάτι έλειπε….
Κοίταζα γύρω- γύρω την πραμάτεια μου και… κάτι έλειπε. Αλλά τι;
- Το δόλωμα! (Είπε εκείνη…) Δεν πήρες δόλωμα.
- Μα πήρα! Γαρίδες σε ένα βάζο!
- Μμμ… τις ξέχασες! είπε με ελπίδα στο μάτι.
΄Οχι δεν θα υποχωρήσω στις σκοτεινές δυνάμεις. Το ένστικτο της επιβίωσης ξύπνησε μέσα μου!
Πήγα στον ψαρά-μάνα και…
- Γειάαα σας! Τα αγόρασα όλα! Μόνο που ξέχασα το δόλωμα. Έχετε καμιά ιδέα, τι να κάνω;
- Σκουλήκι!
Κάτι μέσα μου αγρίεψε αλλά είπα να μην το κάνω θέμα.
- Τι εννοείτε; ρώτησα.
- Να βρεις σκουλήκι και να το κάνεις δόλωμα. είπε.
- Και που θα το βρω το σκουλήκι; ξαναρώτησα
- Στην άμμο! φώναξε.
Ένιωθα ότι άγγιξα τα όριά του.
- Δηλαδή; ρώτησα δειλά
- Σκάψε ρε παιδί μου στην άμμο και θα βρεις σκουλήκια. Πάρε ένα και κάντο δόλωμα. Δε θέλει και πανεπιστήμιο πια!


Χιλιάδες ερωτήσεις επιτέθηκαν στο μυαλό μου. Υπάρχουν σκουλήκια στην άμμο; Και ΄γω κάθομαι πάνω τους; Και που είναι; Και πως τα πιάνεις; Και.. και..
Δεν είπα τίποτα απ όλα αυτά. Είπα μόνο “Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια”, προσπαθώντας να το εννοώ κιόλας και γύρισα στον “πάγκο” μου.


Εκεί είχα το άλλο… ύφος να αντιμετωπίσω.
- Τι έγινε; ρώτησε με ύφος πεθεράς προς νύφη που μαγειρεύει το πρώτο φαγητό της.
- Έχει η άμμος σκουλήκια; τη ρώτησα.
Κοίταξε ένα γύρω κάτω αργά-αργά και λέει “Δε βλέπω κάτι”
- Μου είπε να σκάψω στην άμμο να βρω.
- Ε, σκάψε τότε.
- Ε, καλά! Θα σκάψω.
Και έσκαψα. Είχα και μια αγωνία, τι θα δω σκάβοντας αλλά φάνηκα γενναία!
Έσκαβα, έσκαβα… και ΝΑΤΟ!! Ένα τεράστιο σκουλήκι που σάλευε!
Ανατρίχιασα ολόκληρη. Πως θα το πιάσω αυτό το πράμα;
Έπρεπε να θυμηθώ επειγόντως ποιο ύφος ήταν που έκανε τη Βάσω να μη μου χαλάει χατίρι.
Να δεις ποιο ήταν… έκανα διάφορες δοκιμές (χωρίς να με βλέπει) ώσπου το πέτυχα. Το “πάγωσα” στη φάτσα μου και πήγα κοντά της.
- Βρήκα… είπα σιγανά και με κατεβασμένο κεφάλι.
- Ωραία! Που είναι;
- …………………………..(σιωπή με κατεβασμένο κεφάλι)
- Πού είναι παιδί μου;
- Εκεί.
- Γιατί δεν το πιάνεις;
- …Φοβάμαι…
- Το σκουλήκι;;
- Ναι…
- Σου έκανε Μπού;;
- …………
- Άστο αυτό το ύφος και πες τι θέλεις!
- Μπορείς να το δεις και συ;
- Άντε να το δω!
Και το είδε!
- Καλέ!! Αυτό είναι τεράστιο!
- Ε, γι’αυτό το φοβάμαι!
- Ολόκληρη γυναίκα βρε, αυτό φοβάσαι;
(Αυτό το επιχείρημα με την ολόκληρη γυναίκα ποτέ δεν το κατάλαβα. Μισή δε θα είχα ούτε λόγο ούτε προσόντα να φοβάμαι)
Την έπιασε το γενναίο της και αποφάσισε να μου δείξει τι καταφέρνει μια ολόκληρη γυναίκα και να πιάσει το σκουλήκι.
Γύρισα το βλέμμα μου αλλού να μη το βλέπω.
- Ορίστε το έπιασα.
Γύρισα σιγά -σιγά και την είδα να το κρατάει από την άκρη. Αναπουπούλιασα ολόκληρη!
- Θα το πάρεις η θα το υιοθετήσω για pet; ρώτησε
- Τι να το κάνω;
- Δόλωμα ίσως;
- Πως θα το πιάσω; Εγώ μόνο που το κοιτάω ανατριχιάζω.
- Φέρε τ΄ αγκίστρι να το περάσω εγώ! είπε αγανακτισμένη.
Έφερα το αγκίστρι και το πέρασε από την άκρη. Το υπόλοιπο κρεμόταν και κουνιόταν κιόλας μες στην καλή χαρά!
- Εντάξει. Τώρα ρίξ΄ το στη θάλασσα να δούμε τι θα πιάσεις.


Μια κουβέντα ήταν αυτό. Να το ρίξω. Πώς να το ρίξω όμως;
Κρατούσα την πετονιά με το ζώο σε απόσταση ασφαλείας από μένα και προσπαθούσα να δω τι κάνουν οι άλλοι ψαράδες.


Με τα πολλά, κάνω μια προσπάθεια να ρίξω την πετονιά αλλά το σκουλήκι είχε ιπτάμενα όνειρα. Πήγε προς τον ουρανό και στο κατέβασμα το έβλεπα να έρχεται κατά πάνω μου με φόρα… Στο τσακ τη γλίτωσα την προσγείωση στο κεφάλι μου κι αυτό γιατί τα παράτησα όλα κι έτρεξα.
Αφού προσγειώθηκε εκεί όπου ανήκει, το πλησίασα αργά-αργά ελπίζοντας ότι δεν έχει το χιούμορ της φίλης μου.
Πιάνω πάλι την πετονιά από απόσταση και ξαναδοκιμάζω. Τίποτα!
Έπεφτε μπροστά στα πόδια μου. Άρχισα να απελπίζομαι.
΄Η εγώ είμαι ντιπ άσχετη ή το σκουλήκι ποδολάγνο. Το δεύτερο μου φάνηκε πιο πιθανό…


Η αγαπημένη μου φίλη (;!) είχε πάει στην καρέκλα της και στο βιβλίο της και με είχε αφήσει μόνη μου με το τέρας.
Άρχισαν να παίζουν διάφορα σενάρια στο μυαλό μου.
Έπρεπε όμως πρώτα να αποφασίσω μέχρι που είμαι διατεθειμένη να φτάσω για να ψαρέψω.


Αποφάσισα ότι το πιο πολύ που μπορούσα να ξεπουλήσω ήταν να υποθηκεύσω μια ολόκληρη μέρα σε ουφάδικο. Μέχρι εκεί όμως. Ούτε λεπτό παραπάνω!
Πήρα βαθιά ανάσα, μάζεψα και ό,τι υπόλειμμα αξιοπρέπειας είχα, άφησα και το pet στην άμμο και πήγα για τις διαπραγματεύσεις.

7 σχόλια:

  1. Στο καλύτερο μας κόβεις!
    Σκουλήκι σε δόσεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η Τεχνική του "σε λίγο η συνέχεια" σε μια ιστορία που έχει καταφέρει να σε πάρει (κι όχι απλώς...έλιωσα με το ποδολάγνο σκουλήκι και με την αθώα πονηριά της παντελώς άσχετης ώριμης-ολόκληρης-τρομάρα της- γυναίκας)λοιπόν...αυτή η τεχνική στην συγγραφή ιστοριών καθώς και στις σειρές επεισοδίων στην τηλεόραση λεγεταί...ΔΟΛΩΜΑ!!!!
    κάτι μου λέει βέβαια πως και σε αυτήν του μορφή έχει περιοριστεί, αλλά ...οψόμεθα!
    λοιπον λοιπον...για λέγε...και μετά? και μετά?
    :) τσίμπισε το ψάρι!?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Φαούδι, δίνω λίγο χρόνο για το επόμενο, γιατί αυτό το ζωντανό ακόμα μου αντιστέκεται!

    ΜΣ Δεν θα σχολιάσω τα περί ωριμότητας γιατί είμαι σίγουρη οτι τα λές από τη ζήλια σου που διατηρώ την παιδική μου αθωότητα, ώριμη!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ιιιι με είπες σκουλήκι;;;

    Ααα μα σε εχει πειράξει πολύ η ώριμη αθωότητά μου!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. όπως μόλις σε άκουσα να λες..."τόσο ώριμη αθωότητα...έτοιμη να πέσει απο το δέντρο!!!" (ευτυχώς που δεν είμαι ο Νεύτων , κάτω απο το δέντρο σου...ακόμη θα αναρωτιόμασταν (εμείς οι άνθρωποι εννοώ)για την βαρύτητα)....κατάλαβες...πετσετάκι μου?

    ΑπάντησηΔιαγραφή